Είσοδος

26.03.2024

Τ.Ν.Π Ο ΣΟΛΩΝ

Όπου η αμέλεια ενός δράστη δεν συνίσταται σε παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, τότε για την θεμελίωση του εγκλήματος από αμέλεια που τελείται δια παραλείψεως απαιτείται επιπλέον η συνδρομή των όρων που θέτει η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση.

Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει είτε από το νόμο είτε από μια ειδική δημιουργηθείσα σχέση ειτε από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου.

Η τυχόν συντρέχουσα υπαιτιότητα του παθόντος ή και τρίτου, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική του ευθύνη, εκτός εάν αυτή συνετέλεσε αποκλειστικώς στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος. Περαιτέρω, η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 παρ. 1 του ΠΚ. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει α) από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου, β) από ειδική σχέση που δημιουργήθηκε, είτε από σύμβαση, είτε απλώς από προηγούμενη ενέργεια, με την οποία ο υπαίτιος της παράλειψης αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον και γ) από προηγούμενη πράξη του υπαίτιου (ενέργεια ή παράλειψη), συνεπεία της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. Αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή.

 

Μόνη η Λήψη Υπόψη και η Συνεκτίμηση του Αποδεικτικού Υλικού στην Καταδικαστική Απόφαση στοιχειοθετούν την Απαιτούμενη Αιτιολογία

Στην καταδικαστική απόφαση το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και να τα συνεκτιμήσει όλα ανεξαιρέτως. Ωστόσο, δεν απαιτείται περαιτέρω ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά αρκεί και μόνο να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη.
Τυχόν αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους δεν απαιτείται όπως επίσης και ο προσδιορισμός για το ποιό βάρυνε περισσότερο προκειμένου το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή.

H καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά: πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Έτσι, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης και στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Απόφ. ΑΠ….

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μέγεθος Γραμματοσειράς