Είσοδος

Ο Θεσμός της Διαμεσολάβησης

Τι ακριβώς είναι η διαμεσολάβηση, από πότε νομοθετήθηκε ο θεσμός, σε ποιες υποθέσεις χρησιμοποιείται;

Η διαμεσολάβηση είναι ένας εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών και διεξάγεται με τη συνδρομή ενός τρίτου αντικειμενικού προσώπου, του Διαμεσολαβητή, ο οποίος προσπαθεί να οδηγήσει τα μέρη στην επίτευξη συμφωνίας.

Η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ της ΕΕ περί Διαμεσολάβησης στη νομοθεσία της χώρας μας είναι πλέον γεγονός με την ψήφιση του νόμου 3898/12.12.2010 «Διαμεσολάβηση σε εμπορικές και αστικές υποθέσεις». Στη διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου (αστικές, εμπορικές, οικογενειακές, εργατικές).

Στη διαμεσολάβηση συμμετέχουν, ο διαμεσολαβητής -ο οποίος ορίζεται από τα μέρη-τα μέρη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών. H διαμεσολάβηση είναι μια καθαρά εθελοντική διαδικασία, τα μέρη προσέρχονται με τη θέλησή τους και μπορούν να αποχωρήσουν σε κάθε στάδιο αυτής. Η διαδικασία διεξάγεται μέσα από εμπιστευτικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ο οποίος πρέπει να είναι εξειδικευμένος και αμερόληπτος. Η ευελιξία και η αμεσότητα του χαρακτήρα της διαμεσολάβησης, επιτρέπουν στα μέρη να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς. Δίδεται δε, ιδιαίτερη βαρύτητα, στην προσωπικότητα, τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μερών.

Κατά την διάρκεια της Διαμεσολάβησης, είναι πιθανό να ονοματιστούν και να επιλυθούν προβλήματα, πολύ πριν από την εμφάνιση τους και την κλιμάκωση τους σε πολύ πιο σοβαρά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συμφωνίες ίσως επιτευχθούν μέσα σε λίγες ώρες, ενώ ακόμη και σε μία σύνθετη περίπτωση μπορεί η συμφωνία να επιτευχθεί μέσα σε λίγες μέρες. O Διαμεσολαβητής λόγω των ιδιαιτέρων τεχνικών που χρησιμοποιεί, ενεργεί ως καταλύτης και επιτρέπει, συχνά στο διάστημα μιας ημέρας, την επίλυση της διαφοράς, ακόμα και όταν οι προηγηθείσες διαπραγματεύσεις, είτε μεταξύ των ίδιων των μερών είτε μεταξύ των δικηγόρων τους, αποτύχουν.

Όπως η διεθνής εμπειρία τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ έχει δείξει, η Διαμεσολάβηση, όταν διενεργείται από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο διαμεσολαβητή που τις περισσότερες φορές είναι δικηγόρος, επιτρέπει στα μέρη να εξαλείψουν τα εμπόδια της μεταξύ τους επικοινωνίας, να συζητήσουν τα θέματα που τους απασχολούν, να λύσουν παρεξηγήσεις, να καθορίσουν τα βασικά συμφέροντα ή τις ανησυχίες τους, να βρουν πεδία συμφωνίας και να ενσωματώσουν τη συμφωνία τους σε κοινό κείμενο.

Ποιές διαφορές μπορούν να λυθούν με διαμεσολάβηση;

Στη Διαμεσολάβηση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του Ν. 3898/2010 μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου με συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς. Στο σημείο αυτό ο νόμος διαφοροποιείται από το κείμενο της Οδηγίας, η οποία κάνει λόγο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και ευθυγραμμίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 1 («Δικαιοδοσία πολιτικών Δικαστηρίων») και 876 του Κ.Πολ.Δ («Διαιτησία»), οι οποίες, και ιδίως η τελευταία αποβλέπει σε δύο στοιχεία, προκειμένου να υπαχθεί μία διαφορά στη διαιτησία, να πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και να διαθέτουν τα μέρη την εξουσία διάθεσης, να επιτρέπεται δηλαδή, κατά το ουσιαστικό δίκαιο για τη διαφορά αυτή να καταρτιστεί συμβιβασμός.
Ενδεικτικά διαφορές που μπορούν να υπαχθούν στη διαμεσολάβηση είναι οι αστικές, εμπορικές διαφορές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, διενέξεις επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κλπ.

Είναι χρήσιμη…

• όταν τα συναισθήματα είναι έντονα με συγκρουσιακό βαθμό μέτριας έντασης. Μπορεί να προηγηθεί προσπάθεια εξεύρεσης κινήτρων για τους ενδιαφερομένους.
• όταν οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζονται μεταξύ τους και θεωρείται αναγκαίο να εξευρεθεί λύση.
• όταν ο ένας δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τον άλλο μόνος του. Αν αυτός δεν έχει την ικανότητα της διαπραγμάτευσης μπορεί να οριστεί αντιπρόσωπος του.
• όταν σε έναν οργανισμό ή στον εργασιακό χώρο υπάρχει πίεση στα μέρη για συμβιβασμό.
• όταν υπάρχει καταληκτική ημερομηνία επίλυσης της σύγκρουσης οπότε η διαμεσολάβηση είναι επί πλέον και ο πιο σύντομος δρόμος.
• όταν τα μέρη έχουν δοκιμάσει άλλες μεθόδους επίλυσης της κρίσης και έχουν αποτύχει.
• όταν υπάρχει σχετική ισορροπία ισχύος μεταξύ των μερών. Αν όχι πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί ισοδυναμία.
• όταν επηρεάζονται από τη διαμάχη πολλά άτομα, οπότε μια επίσημη συμφωνημένη λύση έχει περισσότερες πιθανότητες βιωσιμότητας.
• όταν ο τύπος της διαφοράς δεν είναι ξεκάθαρος από νομικής πλευράς ή δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια. Πχ ήπιες αντικοινωνικές συμπεριφορές, διαφορές στην προσωπικότητα ή τον τρόπο ζωής.
• όταν απαιτείται απόλυτη εχεμύθεια κάτι που μπορεί να μην είναι εγγυημένο στις δικαστικές διαδικασίες.

Τα οφέλη

• Το συναισθηματικό κόστος είναι μικρό και το κέρδος μεγάλο. Πρόκειται για αμοιβαία νίκη.
• Αποφεύγονται οι εχθρότητες της δικαστικής διαδικασίας.
• Είναι σύντομη διαδικασία. Πολλές φορές μια ή δύο συναντήσεις.
• Είναι χαμηλού οικονομικού κόστους, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις δικαστικές διαδικασίες.
• Λαμβάνει χώραν μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα υπό συνθήκες ασφάλειας και εχεμύθειας.
• Η αμεροληψία του τρίτου μέρους είναι δεδομένη.
• Γιατί αποτελεί μοντέλο για μελλοντική χρήση.
• Γιατί μπορεί να οδηγήσει στην ανεκτικότητα και τη συγχώρεση.
• Γιατί έχει απεριόριστες εφαρμογές.
• Με δεδομένο το ότι πάντα υπάρχουν συγκρούσεις, η διαμεσολάβηση είναι μια ελπίδα.

Εφαρμογές

• Δημόσιες διαμάχες όπου διακυβεύονται συμφέροντα.
• Σε οργανισμούς ή επιχειρήσεις όπου υπάρχουν διαφορές μεταξύ διεύθυνσης και εργαζομένων.
• Σε διαφορές μεταξύ οργανισμών ή και κυβερνητικών τμημάτων.
• Σε εθνικές ή διεθνείς διαμάχες ή και παρεμβάσεις σε πολέμους.
• Σε διαμάχες σε σχολεία μεταξύ σπουδαστών, σχολείου με γονείς και άλλες παραλλαγές διαφορών.
• Σε εμπορικές διαφορές όπως μεταξύ εμπόρων ή εμπόρων με πελάτες και άλλες παραλλαγές.
• Σε περιπτώσεις θυτών με θύματα όπου η επούλωση μπορεί να βοηθήσει όλους.
• Σε διαπραγμάτευση συμβολαίων όπου ο διαμεσολαβητής βοηθά στο χειρισμό των διαδικασιών.
• Στον καθορισμό προβλημάτων όπου ξεκαθαρίζεται ποια εμπίπτουν σε μια διαμάχη και ποια όχι. Μετά τον καθορισμό, το θέμα μπορεί να παραπεμφθεί σε άλλες διαδικασίες. Παράδειγμα οι περιβαλλοντικές διαφορές.
• Σε διαμόρφωση πολιτικής με εμπλεκόμενους το κράτος και το κοινό και τις οργανώσεις του, ακόμη και στην πρόληψη συγκρούσεων όπου αυτό αρχίζει να διαφαίνεται.
• Σε ασφαλιστικές διαφορές,
• Σε πολεοδομικές διαφορές,
• Σε διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας
• Σε διαφορές που ανακύπτουν από τραπεζικές συναλλαγές,
• Σε εργατικές διαφορές
• Σε οικογενειακές διαφορές
• Σε καταναλωτικές διαφορές
• Σε διαφορές ναυτικού δικαίου
• Σε γειτονικές διαφορές

Πώς διεξάγεται η διαμεσολάβηση;

H διαμεσολάβηση είναι μια καθαρά εθελοντική διαδικασία. Τα μέρη προσέρχονται με τη θέλησή τους και μπορούν να αποχωρήσουν σε κάθε στάδιο αυτής. Στη διαμεσολάβηση συμμετέχουν ο διαμεσολαβητής -ο οποίος επιλέγεται από τους αντιδίκους-, οι αντίδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Η διαδικασία διεξάγεται μέσα από εμπιστευτικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις, με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ο οποίος πρέπει να είναι ουδέτερος και αμερόληπτος. Η όλη διαδικασία διεξάγεται με απόλυτη εμπιστευτικότητα και εχεμύθεια.

Ποιός είναι ακριβώς ο ρόλος του Διαμεσολαβητή; Ο Διαμεσολαβητής εκδίδει απόφαση;

Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο περί διαμεσολάβησης, ως διαμεσολαβητής νοείται «τρίτο σε σχέση με τους διαδίκους πρόσωπο, από το οποίο ζητείται να αναλάβει διαμεσολάβηση με κατάλληλο αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο ορίστηκε ή ανέλαβε να τελέσει την εν λόγω διαμεσολάβηση».
Ο Διαμεσολαβητής ως τρίτο ουδέτερο πρόσωπο, φέρνει σε επαφή τα μέρη, οργανώνει τον μεταξύ τους διάλογο, τα συμβουλεύει, τα ενθαρρύνει, και δια μέσου των κατάλληλων διαπραγματευτικών τεχνικών τα διευκολύνει να καταλήξουν σε μία κοινώς αποδεκτή λύση, χωρίς, όμως, να υποβάλλει ο ίδιος σχέδιο επίλυσης. Δεν επιτρέπεται να προβεί σε οποιαδήποτε υπόδειξη προς τα μέρη, ούτε να επιβάλλει τη δική του γνώμη. Πολλώ δε περισσότερο, να εκτιμήσει την έκβαση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Δύναται, όμως, να διατυπώσει προτάσεις προς επίλυση της διαφοράς. Και φυσικά, δεν εκδίδει καμία απόφαση. Τα μέρη είναι αυτά που αποκλειστικά θα διαμορφώσουν τους όρους της συμφωνίας τους.
Έχει απόλυτη ευχέρεια να αποδεχθεί ή όχι το διορισμό του. Σε εγχώριες διαφορές έχει επιλεγεί ως διαμεσολαβητής ο δικηγόρος δεδομένου ότι διαθέτει υψηλό επίπεδο νομικών γνώσεων, δεν αποτελεί κύριο όργανο απονομής δικαιοσύνης με την έννοια έκδοσης δεσμευτικών αποφάσεων και έχει ευχερώς διακριτό ρόλο. Παράλληλα, διαθέτει εμπειρία συγκρουσιακών καταστάσεων, είναι ο πρώτος που τα μέρη απευθύνονται στο πλαίσιο της διαφοράς τους, αλλά και ο πρώτος που μπορεί να συστήσει τη διαμεσολάβηση ως εναλλακτικό τρόπο επίλυσης της διαφοράς.
Ο διαμεσολαβητής δεσμεύεται απόλυτα από δυο είδη εχεμύθειας α) της εσωτερικής και β) της εξωτερικής. Με το όρο εσωτερική εχεμύθεια εννοούμε ότι ο διαμεσολαβητής δεσμεύεται να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια σχετικά με τις πληροφορίες που του εμπιστεύεται κάθε μέρος κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και δύναται να τις κοινοποιήσει στο άλλο μέρος μόνο μετά από ρητή σύμφωνη γνώμη του μέρους. Η εξωτερική εχεμύθεια αφορά τη δέσμευση του διαμεσολαβητή να μην αποκαλύψει οτιδήποτε σχετικό με τη διαμεσολάβηση που έχει διενεργήσει σε οποιοδήποτε τρίτο μέρος. Στα πλαίσια αυτής της δέσμευσης ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να είναι μάρτυρας σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δικαστική διαμάχη των μερών αναφορικά με τα όσα περιήλθαν σε γνώση του από τη θέση του ως διαμεσολαβητή στη συγκεκριμένη διαμεσολάβηση.
Οφείλει να έχει την κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση, διαρκή εκπαίδευση και πρακτική εξάσκηση. Οφείλει, ιδίως, να διενεργεί τη διαδικασία της διαμεσολάβησης με ανεξαρτησία, ουδετερότητα κι αμεροληψία. Να φροντίζει για την προσήκουσα διεξαγωγή της διαδικασίας και να χαρακτηρίζεται από ευθυδικία.
Ευθύνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μόνο για δόλο. Επίσης, υπόκειται σε αυστηρές κυρώσεις για την μη τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, για την τήρηση του οποίου είναι αρμόδια η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Ποιά είναι τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης σε σύγκριση με τη δικαστική επίλυση διαφορών;

Εφόσον, τα μέρη επιλέξουν τη διαμεσολάβηση, μόνο πλεονεκτήματα μπορεί να έχει η επιλογή τους αυτή, και συγκεκριμένα: Εύκολη πρόσβαση σε μία διαδικασία ευέλικτη, γρήγορη και εμπιστευτική. Απόλυτη εχεμύθεια ως προς τη συμφωνία των μερών και όσων διαμειφθούν κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος. Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι – κερδίζουν και τα δύο μέρη. Η λύση διαμορφώνεται στα μέτρα των μερών. Αποφεύγεται η αντιδικία.

Διαδικασία Διαμεσολάβησης (άρθρο 8 Ν. 3898/2010) & Απόρρητο αυτής (άρθρο 10 Ν. 3898/2010).

Αν και η διαδικασία της διαμεσολάβησης στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε τυπικότητας και ρύθμισης με δικονομικούς κανόνες, ο Ν. 3898/2010 εμπεριέχει συγκεκριμένες διατάξεις που καθορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Το πνεύμα, όμως, του άρθρου 8 του ν. 3898/2010 που αναφέρεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, δεν αναιρεί τον ελαστικό και ευέλικτο χαρακτήρα της διαδικασίας, καθώς αυτή ( σ.σ. η διαδικασία) καθορίζεται από το διαμεσολαβητή σε συνεννόηση με τα μέρη, τα οποία μπορούν να αποχωρήσουν οποτεδήποτε. Η διαμεσολάβηση ξεκινά με μια κοινή συνάντηση στην οποία τα μέρη, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για τη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη διαφορά. Η κοινή συνάντηση ακολουθείται από χωριστές συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και κάθε μέρους, γεγονός που επιτρέπει σε κάθε πλευρά να εξηγήσει εμπιστευτικά τη θέση και τους στόχους της για τη διαμεσολάβηση. Στις συναντήσεις εμφανίζονται τα μέρη ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους -όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα- μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους. Οι χωριστές συναντήσεις διεξάγονται σε αυστηρά εμπιστευτική βάση. Τα έγγραφα και οι πληροφορίες που δίδονται στο διαμεσολαβητή αφορούν μόνο τον ίδιο και δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του.
Το άρθρο 8 του ν. 3898/2010 συμπληρώνεται και από την διάταξη του άρθρου 10 του ιδίου νόμου, όπου ορίζεται ότι η διαμεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μη παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Το απόρρητο της διαδικασίας «κινείται» σε τρία επίπεδα και περιλαμβάνει: α) όλα όσα διαμείβονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, β) πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις αυτού με τα μέρη και γ) το περιεχόμενο της συμφωνίας, στην οποία ενδέχεται να καταλήξουν τα μέρη, εκτός εάν η κοινολόγηση είναι απαραίτητη για την εκτέλεση της συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 του νόμου.
Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, ήτοι ο διαμεσολαβητής, τα μέρη, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, αλλά και όσοι άλλοι μετέχουν στη διαδικασία, δεσμεύονται να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Όλοι οι ανωτέρω, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία στο Δικαστήριο, ούτε υποχρεούνται να προσκομίσουν σε επακολουθούσες δίκες στοιχεία που προκύπτουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, παρά μόνο εφόσον τούτο επιβάλλεται από κανόνες δημόσιας τάξης.

Πώς λειτουργεί η διαμεσολάβηση;

Υπάρχουν 6 βήματα σε μια επίσημη μεσολάβηση:
1) εισαγωγικές παρατηρήσεις,
2) δήλωση του προβλήματος από τα συμβαλλόμενα μέρη,
3) χρόνος συλλογής πληροφοριών,
4) προσδιορισμός των προβλημάτων,
5) διαπραγματεύσεις και επινόηση επιλογών, και
6) επίτευξη συμφωνίας.

Σημειώνεται ότι τις ημέρες πριν την έναρξη της διαμεσολάβησης, οι δικηγόροι των εμπλεκόμενων μερών έχουν αποστείλει σύντομες αναφορές στο Διαμεσολαβητή, στις οποίες περιγράφουν τις απόψεις έκαστης πλευράς. Επίσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, εφόσον το επιθυμούν, μπορούν να αποστείλουν, μαζί με τις αναφορές τους, και ό,τι άλλο έγγραφο κρίνουν σκόπιμο. Μιας και διαδικασίας είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, ο Διαμεσολαβητής, πάντα σε συνεννόηση με τους πληρεξουσίους δικηγόρους, μπορεί να έρθει σε απευθείας επικοινωνία με τα μέρη.

1) Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Ο μεσολαβητής θα περιμένει έως ότου αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη είναι παρόντα και κάνουν έπειτα τις εισαγωγές. Η τοποθέτηση στο χώρο θα ελεχθεί από τον Διαμεσολαβητή, έτσι ώστε κανένα συμβαλλόμενο μέρος να μην αισθάνεται απειλή. Ο μεσολαβητής θα κάνει αρχικά μια εισαγωγική ομιλία, όπου περιγράφει το ρόλο των συμμετεχόντων και καταδεικνύει την ουδετερότητα του μεσολαβητή. Μερικοί μεσολαβητές θα κάνουν τα σχόλια για αυτό που βλέπουν ως ζήτημα και επιβεβαιώνει τις πλροφορίες που του έχουν δοθεί, εάν οι συνόψεις του έχουν προ-έχουν υποβληθεί. Έπειτα, ο μεσολαβητής θα καθορίσει το πρωτόκολλο της διαδικασίας και το συνολικό χρονικό πλαίσιο αυτής. Θα υπάρξει μια αναφορά στις γενικές αρχές της μεσολάβησης και ο μεσολαβητής θα ανακεφαλαιώσει εν συντομία τι θεωρεί ότι είναι τα ζητήματα.
Κατά το στάδιο αυτό, ο διαμεσολαβητής θα καθορίσει τους βασικούς κανόνες για τη μεσολάβηση. Αυτοί οι βασικοί κανόνες είναι που βοηθούν τη διαδικασία να κινηθεί ομαλά. Ο μεσολαβητής συνήθως θα ζητήσει εάν οι πληρεξούσιοι είναι παρόντες, να μιλήσουν και οι ίδιοι αλλά οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει να μιλήσουν και αυτοί. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν πρέπει να διακόψουν το ένα το άλλο. Ο μεσολαβητής θα δώσει σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος την ευκαιρία να μοιραστεί πλήρως την πλευρά της ιστορίας του.

2) Δήλωση του προβλήματος από τα μέρη

Μετά την εισαγωγική ομιλία του, ο Διαμεσολαβητής θα δώσει τη ευκαιρία σε κάθε πλευρά να αναπτύξει τις θέσεις της. Συνήθως, η πλευρά που ξεκίνησε τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, ξεκινάει πρώτος. Η ανάπτυξη αυτή, δεν είναι συνήθως μια απλά καταγραφή των γεγονότων αλλά είναι μια ευκαιρία που δίνεται σε κάθε πλευρά να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του τα ακριβή προς επίλυση θέματα και βοηθάει επίσης το Διαμεσολαβητή περισσότερο πληροφόροση για το συναισθηματικό ‘φορτίο’ των εμπλεκομένων. Αν παρίστανται δικηγόροι και αναπτύσσουν τις θέσεις των πελατών τους, ο Διαμεσολαβητής πάντοτε θα ζητήσει να ακούσει και τον ίδιο τον εμπλεκόμενο. Η λογική πίσω από την ανάπτυξη των θέσεων των εμπλεκομένων δεν είναι να ανακαλυφθεί η αλήθεια αλλά να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημα.

3) Συλλογή πληροφοριών

Συλλογή πληροφοριών Ο μεσολαβητής θα υποβάλει στα εμπλεκόμενα μέρη ανοικτού τύπου ερωτήσεις για να φτάσει στα συναισθηματικά υπόγεια ρεύματα. Ο μεσολαβητής μπορεί να επαναλάβει τις βασικές ιδέες στα συμβαλλόμενα μέρη, και θα συνοψίσει συχνά. Αυτό βοηθά το μεσολαβητή να χτίσει το κατάλληλο κλίμα μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

4) Προσδιορισμός προβλήματος

Ο μεσολαβητής προσπαθεί να βρεί τους κοινούς στόχους-σημεία μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Ο μεσολαβητής θα υπολογίσει ποια ζητήματα μπορούν να επιλυθούν ή ποιά θα επιλυθούν πρώτα.

5) Διαπραγματεύσεις και επινόηση επιλογών

Μέθοδοι διαπραγμάτευσης μπορεί να περιμβάνουν ομαδική εργασία, τις ομάδες συζήτησης ή τις υποομάδες, που αναπτύσσουν τα υποθετικά εύλογα σενάρια ή μια πρόταση μεσολαβητών όπου ο μεσολαβητής θέτει μια πρόταση στο τραπέζι και τα συμβαλλόμενα μέρη προσπαθούν να την αναμορφώσουν. Εντούτοις, η ο συνηθέστερα χρησιμοποιημένη μέθοδος είναι οι επί μέρους συναντήσεις με τα μέρη. Μόλις οι συμμετέχοντες είναι δεσμευμένοι στην επίτευξη μιας συμφωνίας κατόπιν διαπραγματεύσεων, ο μεσολαβητής θα προτείνει μια σύνοδο “brainstorming” για να ερευνήσει τις πιθανές λύσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια τελική συμφωνία, η οποία διασκορπίζει τη σύγκρουση και παρέχει μια νέα βάση για τις μελλοντικές σχέσεις. Ο μεσολαβητής μπορεί να αποφασίσει να οργανώσει τις ιδιωτικές επί μέρους συναντήσεις με αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη προκειμένου να κινηθούν οι διαπραγματεύσεις εμπρός. Αυτές οι συναντήσεις θα είναι εμπιστευτικές και παρέχουν ένα ασφαλές περιβάλλον, όπου υπάρχει καταιγισμός ιδεών, χωρίς να υπάρχει ο φόρος της δεσμευτικότητας αυτών. Ο στόχος των συναντήσεων είναι να βρεθεί κοινό έδαφος με το να ερευνήσουν τα μέρη πιθανές λύσεις.

Από ποιόν και με ποιόν τρόπο αμείβεται ο Διαμεσολαβητής;

Κατ’ αρχάς, ο διαμεσολαβητής οφείλει σε κάθε περίπτωση να παρέχει στα μέρη πλήρη ενημέρωση για τον τρόπο αμοιβής του και δεν αποδέχεται την αποστολή του προτού όλα τα μέρη της εκάστοτε διαφοράς συμφωνήσουν με τις αρχές που ισχύουν για την αμοιβή του.
Ο διαμεσολαβητής αμείβεται με ωριαία αντιμισθία και για 24 κατ’ ανώτατο όριο ώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο χρόνος προετοιμασίας του για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Τα μέρη και ο διαμεσολαβητής μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετικό τρόπο αμοιβής (αρθρ. 12 παρ. 1 Ν.3898/2010).
Η αμοιβή του διαμεσολαβητή βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Κάθε μέρος βαρύνεται με την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του (αρθρ. 12 παρ. 2 Ν.3898/2010).
Με την με αριθμό Κ.Υ.Α. 1460οικ/27-01-2012 ΦΕΚ 281/13.2.2012 καθορίστηκε το ύψος της ωριαίας αντιμισθίας για την αμοιβή του Διαμεσολαβητή, στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.

Υπάρχουν κάποιες προτάσεις που θα ήταν καλό να λάβει υπ’ όψιν του ο δικηγόρος που θα παρασταθεί στη Διαμεσολάβηση;

Για την επιτυχή έκβαση της Διαμεσολάβησης, εξίσου σημαντικός με το ρόλο του Διαμεσολαβητή είναι και ο ρόλος του δικηγόρου ως παραστάτη του πελάτη του κατά τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Ειδικότερα ο δικηγόρος που θα παρασταθεί, πρέπει τόσο να πιστεύει ότι ο τρόπος επίλυσης της συγκεκριμένης διαφοράς με Διαμεσολάβηση είναι ο καλύτερος για τον πελάτη του, όσο και να προσπαθήσει να συμβάλλει υποστηρικτικά στην επίλυση της διαφοράς αυτής.
Κάθε φορά, λοιπόν, που ένας δικηγόρος συνοδεύει τον πελάτη του σε μία Διαμεσολάβηση, καλό θα ήταν να λάβει υπ’ όψιν του τις ακόλουθες προτάσεις-συμβουλές:
1. Θα πρέπει πάντοτε να βλέπει τη Διαμεσολάβηση ως μία ευκαιρία για εξωδικαστική επίλυση της υπόθεσης του πελάτη του με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, και θα πρέπει να την προσεγγίζει με καλή πίστη.
2. Θα πρέπει να είναι πλήρως προετοιμασμένος και να προσκομίσει εντός ταχθείσας προθεσμίας . στον Διαμεσολαβητή μία κατανοητή περίληψη, στην οποία θα εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και το εφαρμοστέο δίκαιο, από την οπτική γωνία του πελάτη του.
3. Θα πρέπει να έχει κατά νου, ότι ο Διαμεσολαβητής ελέγχει τη διαδικασία και επομένως, θα πρέπει να αφήσει τον Διαμεσολαβητή να διευθύνει τη διαδικασία..
4. Κατά το στάδιο των Διαπραγματεύσεων, θα ήταν σκόπιμο: (α) Να μην προβάλλει παράλογες απαιτήσεις- εκτός εάν είναι ανταπόκριση σε παράλογη απαίτηση. Η αρχική απαίτηση θα πρέπει να είναι υψηλή ή χαμηλή αναλόγως εάν εκπροσωπεί τον προσφεύγοντα στη Διαμεσολάβηση ή τον «αμυνόμενο». (β) Μόλις διαπιστώσει ότι βρίσκεται στη «ζώνη της λογικής», να μην υποχωρήσει καθόλου, μέχρι να αντιληφθεί ότι η άλλη πλευρά βρίσκεται επίσης στη ζώνη αυτή. (γ) Καλό θα ήταν να κάνει μικρές υποχωρήσεις, απαντώντας στις υποχωρήσεις της άλλης πλευράς. (δ) Δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τακτικές εκφοβισμού. Κάθε υποχώρηση θα πρέπει να βασίζεται σε λογική εκτίμηση των γεγονότων.
5. Θα πρέπει να προβεί σε ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης και των κινδύνων.
6. Στην περίπτωση που η Διαμεσολάβηση καταλήξει σε συμφωνία, χρήσιμο θα ήταν να υπογραφεί αμέσως το συμφωνητικό. Καλό θα ήταν να συνταχθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποδεικνύεται τόσο η συμφωνία που επήλθε, όσο και η δεσμευτικότητα του κειμένου.
Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, θα ήταν χρήσιμο να αφιερώσει χρόνο για να αξιολογήσει τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν την κατάληξη.

Ποιός είναι ο ρόλος του πληρεξουσίου δικηγόρου των μερών στη Διαμεσολάβηση;

Εξίσου σημαντικός με το ρόλο του Διαμεσολαβητή, είναι και ο ρόλος του δικηγόρου που θα παρασταθεί μαζί με τον πελάτη του σε μια Διαμεσολάβηση, καθώς με κατάλληλες τεχνικές και μεθόδους δρουν καταλυτικά στην εξεύρεση της καλύτερης δυνατής και αμοιβαία επωφελούς για τα μέρη λύσης. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα, εκ του Νόμου ( αρθρ. 8 παρ.1 Ν.3898/2010), υποχρεούνται τα μέρη να παρίστανται στη διαδικασία με πληρεξούσιο δικηγόρο, ο δικηγόρος θα πρέπει να εξοικειωθεί με το διαπραγματευτικό και ελαστικό χαρακτήρα της διαδικασίας, να προετοιμαστεί σωστά και να χρησιμοποιήσει τις σωστές τεχνικές διαπραγμάτευσης ώστε να αποφέρει λύσεις προσαρμοσμένες στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των πελατών του.
Κατ’ αρχάς, ο δικηγόρος είναι το πρόσωπο που ενημερώνει τον πελάτη του για τη δυνατότητα διευθέτησης της υπόθεσής του μέσω της Διαμεσολάβησης και είναι αυτός που θα κάνει τον πελάτη του να εμπιστευτεί τη διαδικασία και τον προτρέψει να συμμετάσχει σε αυτήν καλή τη πίστη.
Κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης, ο φυσικός ρόλος του δικηγόρου, δηλαδή αυτός του νομικού συμβούλου, δεν αλλάζει.Ο δικηγόρος εξακολουθεί να έχει τον ίδιο στόχο, δηλαδή την ευνοϊκότερη για τον πελάτη του έκβαση της υποθέσεως (ύστερα, φυσικά, από την συνεκτίμηση των εξόδων και των κινδύνων που είναι συνυφασμένοι με την προσφυγή στα δικαστήρια).
Περαιτέρω, οι δικηγόροι των μερών είναι αρμόδιοι για την διευθέτηση πρακτικών ζητημάτων που έχουν σχέση με την διαμεσολαβητική διαδικασία. Ενδεικτικά, επιλέγουν τον Διαμεσολαβητή, καθορίζουν τον χρόνο και τον τόπο που θα διεξαχθεί η Διαμεσολάβηση, καταθέτουν οι δικηγόροι ένα μικρό ιστορικό με την υπόθεση και τα επιχειρήματά τους και δίδουν και επιπλέον διευκρινήσεις, αν τους ζητηθεί από τον Διαμεσολαβητή, ορίζουν ποιοι εκ των μερών θα παρασταθούν στη Διαμεσολάβηση, προετοιμάζουν τον πελάτη του για την παράσταση στην διαμεσολάβηση και τα τυχόν άλλα άτομα που θα παρασταθούν (σύζυγοι, τεχνικοί σύμβουλοι κλπ), εφόσον επιτευχθεί συμφωνία συντάσσουν το πρακτικό Διαμεσολάβησης κ.ο.κ.
Για το λόγο αυτό, η εκπαίδευση δεν θα πρέπει να περιοριστεί στους Διαμεσολαβητές, αλλά χρειάζεται εξίσου να παρασχεθεί και στους δικηγόρους που θα παρασταθούν στη Διαμεσολάβηση.

Διαμεσολαβητής μπορεί να γίνει μόνο δικηγόρος;

Σύμφωνα με τον Νόμο 3898/2010, διαμεσολαβητής μπορεί να είναι, προκειμένου περί εσωτερικών διαμεσολαβήσεων, μόνο διαπιστευμένος δικηγόρος. Αν η διαφορά είναι διασυνοριακή, τα μέρη μπορούν να ορίσουν διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο οποίος δεν έχει τη δικηγορική ιδιότητα. Σύμφωνα, όμως, με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, διαμεσολαβητής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος και όχι αποκλειστικά δικηγόρος. Στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αυστραλία, δεν υπάρχει περιορισμός στην ιδιότητα του διαμεσολαβητή. Η διεθνής πρακτική, όμως, έχει δείξει ότι καλύτεροι διαμεσολαβητές είναι συνήθως δικηγόροι και συνταξιούχοι δικαστές.

Τι προσόντα πρέπει να διαθέτει ένας Διαμεσολαβητής;

Οι ικανότητες που πρέπει να αναπτύξει ο αποτελεσματικός Διαμεσολαβητής, εκτείνονται πέρα από τη Νομική επιστήμη, στην Ψυχολογία και στις Διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για την ικανότητα της «ενσυναίσθησης», δηλαδή τής ψυχικής κατανόησης του άλλου, της εχεμύθειας, της ενεργητικής ακρόασης και της αποτελεσματικής χρήσης τής σιωπής, της υποβολής ανοικτών ερωτήσεων, της απορρόφησης των αρνητικών συναισθημάτων των μερών, ώστε να αποφορτιστεί η διαδικασία, της ανάλυσης των συμφερόντων τους και του εντοπισμού των πιθανών σημείων ταύτισής τους. Κάποιες από τις ικανότητες αυτές ενυπάρχουν στην καθημερινή άσκηση της δικηγορίας, και καλλιεργούνται με αυτή, ενώ άλλες όχι. Είναι γεγονός ότι η δικηγορία ενισχύει την κατανόηση πολύπλοκων καταστάσεων και την υιοθέτηση κριτικής άποψης, που είναι χρήσιμες για τη διαμεσολάβηση, παράλληλα, όμως, διευκολύνει την ανθρώπινη ροπή για την άσκηση επιρροής και πειθούς έναντι των άλλων, η οποία μπορεί να είναι χρήσιμη ενώπιον ενός δικαστηρίου, θα καταδίκαζε όμως μια διαμεσολάβηση σε βέβαιη αποτυχία. Από την προσωπική μου πείρα, έχω διαπιστώσει ότι ο δικηγόρος που είναι υποψήφιος Διαμεσολαβητής, χρειάζεται ειδική εκπαίδευση για να κατανοήσει και -κυρίως- για να αποδεχτεί την ιδέα ότι θα πρέπει να αφήσει στο περιθώριο της διαμεσολάβησης μερικές από τις πλέον προσφιλείς επαγγελματικές του συνήθειες.

Πού πλεονεκτεί και πού μειονεκτεί η διαμεσολάβηση, σε σύγκριση με τη δικαστική επίλυση διαφορών;

Πιστεύω ότι μια σύγχρονη έννομη τάξη οφείλει να προσφέρει στους πολίτες της περισσότερους από έναν τρόπους επίλυσης των διαφορών τους. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η δυνατότητα επιλογής, εκείνης ακριβώς της λύσης που ταιριάζει στην εκάστοτε περίπτωση. Πράγματι, όλες οι διαφορές δεν είναι επιδεκτικές επίλυσης με το ίδιο πάντα μέσο. Υφίσταται λ.χ. διαφορές που έχουν αναχθεί από τα μέρη σε θέμα αρχής, ώστε η δικαστική απόφαση να αποτελεί τον μόνο κατάλληλο τρόπο για την αυθεντική επίλυσή τους. Υφίστανται, όμως και διαφορές ως προς τις οποίες η σχετικότητα της ορθής λύσης, η ύπαρξη επαγγελματικών σχέσεων, οι σχέσεις γειτονίας, οι οικογενειακές σχέσεις κλπ., αναδεικνύουν την από κοινού διευθέτηση ως το ενδεδειγμένο μέσο. Στην περίπτωση που τα μέρη επιλέξουν τη διαμεσολάβηση, μόνο πλεονεκτήματα μπορεί να έχει η επιλογή αυτή, δηλαδή:
• εύκολη πρόσβαση
• ευέλικτη, γρήγορη και εμπιστευτική διαδικασία
• απόλυτη εχεμύθεια ως προς τη συμφωνία
• εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος
• δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι – κερδίζουν και τα δύο μέρη
• η λύση διαμορφώνεται στα μέτρα των ‘πελατών’
• αποφεύγεται η αντιδικία
• υπάρχει η βοήθεια αμερόληπτων και ικανών διαμεσολαβητών
• μη δεσμευτική διαδικασία. Τα μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούν.
• Δεν θίγονται τα δικαιώματα των μερών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταφύγουν σε δικαστήριο, εκτός βέβαια αν η διαμεσολάβηση καταλήξει σε συμφωνία.
• και η –καινοτόμος σε σχέση με τη δικαστική και διαιτητική επίλυση διαφορών-
• μη έκδοση απόφασης από το Διαμεσολαβητή. Ουσιαστικά δηλαδή τα μέρη έχουν τον απόλυτο έλεγχο της συμφωνίας.

Από άποψη νομικού κύρους και δικαστικής ισχύος, έχουν την ίδια αξία μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση και μια συμφωνία, η οποία υπογράφεται κατόπιν διαμεσολάβησης;

Η συμφωνία της διαμεσολάβησης εφόσον περιέχει ύπαρξη αξίωσης μπορεί να αποτελέσει τίτλο εκτελεστό. Συγκεκριμένα, μετά το πέρας της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, συντάσσεται πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από το διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρωτότυπο αυτού κατατίθεται, εφόσον το ένα τουλάχιστον των μερών το ζητήσει, με επιμέλεια του διαμεσολαβητή, στην γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. Από την κατάθεση στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, όπως θα αποτελούσε οποιαδήποτε άλλη δικαστική απόφαση.

Ποια είναι η διαφορά της Διαμεσολάβησης από τη Διαιτησία και τις άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών;

Υπάρχουν πολλές μορφές εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η αναζήτηση ιδιωτικής λύσης με την ανάμιξη ενός τρίτου προσώπου. Ανάλογα με το ρόλο και το βαθμό ανάμιξης του τρίτου στην επίλυση της διαφοράς διακρίνονται σε : α) διαιτησία (arbitration), όταν η γνώμη του τρίτου δεσμεύει απολύτως τα μέρη ως δικαστική απόφαση, β) σε απλή διμερής διαπραγμάτευση (negotiation), όπου δεν υπάρχει τρίτος, γ) σε συνδιαλλαγή ή συμφιλίωση (conciliation), στα πλαίσια της οποίας ο τρίτος υποβάλλει σχέδιο επίλυσης της διαφοράς και δ) σε διαμεσολάβηση (mediation), κατά την οποία ο τρίτος απλώς φέρνει σε επαφή τα μέρη, οργανώνει τον μεταξύ τους διάλογο, τα συμβουλεύει και τα ενθαρρύνει, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες διαπραγματευτικές τεχνικές, τα βοηθάει να καταλήξουν με τη διαπραγμάτευση σε κοινώς αποδεκτή λύση, χωρίς να υποβάλλει ο ίδιος σχέδιο επίλυσης. Ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να προβεί σε οποιαδήποτε υπόδειξη προς τα μέρη, ούτε σε επιβολή δικών του αντιλήψεων για τη διαφορά ως προς την ισχύ δικαιωμάτων, και κυρίως ΔΕΝ εκδίδει απόφαση. Δεν επιτρέπεται δε να προβεί σε εκτίμηση για την έκβαση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Στη διαμεσολάβηση η ενδεχόμενη συμφωνία θα προκύψει μετά από ανάδειξη και συνεκτίμηση από τα μέρη, με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ακόμα και μη νομικών στοιχείων που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Η δυνατότητα αυτή αποδέσμευσης από νομικά στοιχεία και επιχειρήματα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της διαμεσολάβησης, αφού οι λύσεις είναι περισσότερο προσανατολισμένες στα συμφέροντα των μερών. Ομοίως είναι δυνατή η ένταξη στη διαμεσολάβηση ακόμα και απαιτήσεων που δεν συνέχονται με την αρχική διαφορά, κάτι που δεν είναι δυνατόν στο πλαίσιο της δίκης.

Υπάρχει ενδιαφέρον από την πλευρά των δικηγόρων για τη διαμεσολάβηση;

Οι δικηγόροι, ιδίως οι νεότεροι, έχουν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για το θεσμό. Στα σεμινάρια που έκανε ο Δικηγορικός Σύλλογος Θες/κης υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη συμμετοχή. Υπάρχουν βέβαια και επιφυλάξεις από κάποιους δικηγόρους, ως προς τη δικηγορική ύλη που τυχόν θα μειωθεί με την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Πιστεύω ακράδαντα, ότι η Διαμεσολάβηση θα διευκολύνει την καθημερινή άσκηση της Δικηγορίας και όλων εν γένει των νομικών επαγγελμάτων και θα αναδείξει την αποτελεσματική συμβολή του Δικηγόρου στην επίλυση των προβλημάτων των πελατών του. Ποιος πελάτης δεν θα είναι ευχαριστημένος, όταν η λύση στο πρόβλημά του ανταποκρίνεται στα πραγματικά συμφέροντά του -δεν του επιβάλλεται από τον Δικαστή- και επιτυγχάνεται χωρίς μακροχρόνιες διαδικασίες και υπέρογκες δαπάνες; Εξ’ άλλου όπως ο κάθε δικηγόρος γνωρίζει, ο ευχαριστημένος πελάτης θα επιστρέψει, και για την επόμενη υπόθεση του θα εμπιστευθεί εκείνο το δικηγόρο, ο οποίος έθεσε ως πρωταρχικό μέλημά του την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του για ταχεία και αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς.

Ποιά είναι η διαδικασία για να γίνει κανείς Διαμεσολαβητής;

Η εκπαίδευση των Διαμεσολαβητών, όπως προβλέπεται από το Π.Δ 123/2011, γίνεται από φορείς κατάρτισης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον Δικηγορικός Σύλλογος και ένα τουλάχιστον από τα Επιμελητήρια της Χώρας (αρθρ. 5 Ν.3898/2010). Ήδη, σήμερα έχουν αδειοδοτηθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και λειτουργούν τρείς φορείς κατάρτισης Διαμεσολαβητών, το Ινστιτούτο Κατάρτισης Διαμεσολαβητών Θεσσαλονίκης, το Κέντρο Διαμεσολάβησης Πειραιά και το Αθηναϊκό Κέντρο Κατάρτισης και Εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών- Προμηθέας.
Οι φορείς αυτοί είναι υπεύθυνοι για την εκπαίδευση τόσο των δικηγόρων Διαμεσολαβητών, όσο και των τρίτων -μη δικηγόρων- Διαμεσολαβητών για τις διασυνοριακές διαφορές. Η διαπίστευση των Διαμεσολαβητών θα γίνεται κατόπιν εξετάσεων ενώπιον Επιτροπής τού Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Για ενημέρωση γύρω από το νομικό πλαίσιο δείτε τον παρακάτω σύνδεσμο: http://www.diamesolavisi.com

Μέγεθος Γραμματοσειράς