Είσοδος

13.12.2022

Θάνατος Ανηλίκου από Αδέσποτη Βολίδα – Συνδέεται Αιτιωδώς με την Παράλειψη Λήψης Κατάλληλων Προστατευτικών Μέτρων από τα Αστυνομικά Όργανα – Αστική Ευθύνη Δημοσίου – Ψυχική Οδύνη 490.000 ευρώ

Κείμενο Απόφ. Διοικ.Εφ.Αθ. 320/2022 (15o Τμήμα Τριμελές)

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, το Ελληνικό Δημόσιο ζητά την εξαφάνιση της 1465/2020 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 9233/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή η από 25.4.2018 αγωγή των εφεσίβλητων, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει ποσό 300.000 ευρώ σε καθένα από τους τρεις πρώτους και ποσό 100.000 σε καθένα από τους λοιπούς, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που τους προκάλεσε ο θάνατος του Μ.Σ. από σφαίρα αγνώστου, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδήλωσης στις 8.6.2017, στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Αχαρνών.

  1. Επειδή, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), στο άρθρο 2 αυτής, ορίζει ότι: «1. Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου (…)». Η πρώτη φράση του άρθρου αυτού, το οποίο βρίσκεται μεταξύ των πρωταρχικής σημασίας άρθρων της Σύμβασης, καθώς καθιερώνει μία από τις θεμελιώδεις αξίες στις δημοκρατικές κοινωνίες που απαρτίζουν το Συμβούλιο της Ευρώπης (βλ. για παράδειγμα την απόφαση του ΕΔΔΑ, McCann και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 27.9.1995, αριθ. προσφυγής 18984/91, σκ. 147), επιβάλλει στο Κράτος την υποχρέωση, όχι μόνο να απέχει από την εκούσια και παράνομη πρόκληση θανάτου, αλλά ομοίως να λαμβάνει, ενδεχομένως, τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ζωής των ατόμων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του (αποφάσεις ΕΔΔΑ, L.C.B κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 9.6.1998, αριθ. προσφυγής 23413/94, σκ. 36, Mastromatteo κατά Ιταλίας, της 24.10.2002, αριθ. προσφυγής 37703/97, σκ. 67, Branko Tomašić και λοιποί κατά Κροατίας, της 15.1.2009, αριθ. προσφυγής 46598/06, σκ. 50, Opuz κατά Τουρκίας, της 9.6.2009, αριθ. προσφυγής 33401/02, σκ. 128, Choreftakis and Choreftaki κατά Ελλάδος, της 17.1.2012, αριθ. προσφυγής 46846/08, σκ. 44). Η υποχρέωση του Κράτους προχωρά πέρα από το πρωταρχικό καθήκον της διασφάλισης του δικαιώματος στη ζωή, μέσω της θέσπισης μίας συγκεκριμένης ποινικής νομοθεσίας, που αποτρέπει τη διάπραξη αδικημάτων κατά της ζωής και στηρίζεται σε έναν μηχανισμό εφαρμογής, σχεδιασμένο ώστε να προλαμβάνει, να καταστέλλει και να επιβάλει κυρώσεις επί των παραβάσεων. Γίνεται, έτσι, δεκτό ότι σε ορισμένες σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις, το άρθρο 2 μπορεί, επίσης, να επιβάλλει στις αρχές τη θετική υποχρέωση να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα πρακτικής φύσεως για την προστασία του ατόμου του οποίου η ζωή απειλείται από εγκληματικές ενέργειες άλλων (απόφαση ΕΔΔΑ, Osman κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 28.10.1998, αριθ. προσφυγής 23452/94, σκ. 115-116 και προαναφερόμενη απόφαση Choreftakis, σκ. 45). Τούτο δεν σημαίνει, εν τούτοις, ότι από την εν λόγω διάταξη θα μπορούσε να συναχθεί μία θετική υποχρέωση αποτροπής οποιασδήποτε πιθανής πράξης βίας (βλ. ιδίως απόφαση ΕΔΔΑ, Tanribilir κατά Τουρκίας, της 16.11.2000, αριθ. προσφυγής 21422/93, σκ. 71, προαναφερόμενη απόφαση Choreftakis, σκ. 46). Η εν λόγω υποχρέωση πρέπει, πράγματι, να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να μην επιβάλλει στις αρχές ένα δυσβάσταχτο ή υπερβολικό φορτίο, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αστυνομία κατά την άσκηση των καθηκόντων της στις σύγχρονες κοινωνίες, τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις επιχειρησιακές επιλογές σε θέματα προτεραιοτήτων και πόρων (προαναφερόμενη απόφαση Osman, σκ. 116, προαναφερόμενη απόφαση Choreftakis, σκ. 46). Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε υποτιθέμενη απειλή κατά της ζωής δεν υποχρεώνει τις αρχές, έναντι της Σύμβασης, να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για την πρόληψη αυτής. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι, ενόψει αιτιάσεων ότι οι αρχές δεν τήρησαν τη θετική υποχρέωσή τους να προστατέψουν το δικαίωμα στη ζωή μέσα στο πλαίσιο του καθήκοντός τους για πρόληψη και καταστολή των προσβολών κατά του ατόμου, θα πρέπει να πεισθεί ότι οι εν λόγω αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τη στιγμή κατά την οποία η ζωή ενός ή περισσότερων ατόμων απειλήθηκε, με πραγματικό και άμεσο τρόπο, λόγω των εγκληματικών πράξεων κάποιου τρίτου, καθώς και ότι δεν έλαβαν, στα πλαίσια των εξουσιών τους, τα μέτρα εκείνα που, ευλόγως, θα είχαν αναμφίβολα μετριάσει αυτό τον κίνδυνο (προαναφερόμενη απόφαση Osman, σκ. 116, Paul και Audrey Edwards κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 14.3.2002 , αριθ. προσφυγής 46477/99, σκ. 55, προαναφερόμενη απόφαση Choreftakis, σκ.47). Ως εκ τούτου, η εν λόγω θετική υποχρέωση, αν και δεν συνεπάγεται καθήκον αποτροπής κάθε πράξεως βίας, καθώς η εκπλήρωσή του θα ήταν αδύνατη κατά την αστυνόμευση των σύγχρονων κοινωνιών, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 2 ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό και για τις δικαστικές αρχές, κατ’ ενάσκηση βαθέως δικαστικού ελέγχου, με συνεκτίμηση όλων των in concreto περιστάσεων (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ, Banel κατά Λιθουανίας, της 18.6.2013, αριθ. προσφυγής 14326/11, σκ. 67). Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έχει ήδη εφαρμόσει έναν διαχωρισμό μεταξύ των υποθέσεων που αφορούν την απαίτηση σωματικής προστασίας ενός ή περισσότερων ατόμων, τα οποία έχουν εκ των προτέρων αναγνωρισθεί ως πιθανοί στόχοι μίας δολοφονικής ενέργειας (βλ. προαναφερόμενες αποφάσεις Osman και Paul και Audrey), και εκείνων στις οποίες το θύμα δεν μπόρεσε να αναγνωρισθεί πριν την τέλεση του εγκλήματος (βλ. Maiorano και λοιποί κατά Ιταλίας, της 15.12.2009, αριθ. προσφυγής 28634/06, σκ. 107). Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το θέμα δεν είναι να καθορισθεί αν στοιχειοθετείται ευθύνη των αρχών, λόγω μη διασφάλισης μίας συγκεκριμένης προστασίας του θύματος. Αυτό που διακυβεύεται είναι η υποχρέωση διασφάλισης μίας γενικότερης προστασίας της κοινωνίας, από πιθανές ενέργειες ενός ή περισσότερων ατόμων που εκτίουν ποινή φυλάκισης, λόγω τέλεσης βίαιων εγκλημάτων, καθώς και η υποχρέωση καθορισμού της έκτασης της εν λόγω προστασίας (βλ. προαναφερόμενη απόφαση Mastromatteo, σκ. 69, προαναφερόμενη απόφαση Choreftakis, σκ. 48).
  2. Επειδή, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι: “Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, πληρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 2669/2015,  4133/2011,  1019/2008,  2741/2007 κα ). Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 1413/2006 7μ). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΣτΕ 473/2011, 322/2009 7μ, 334/2008 7μ, 1024/2005, πρβλ. ΑΠ 425/2006). Εξάλλου, η διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου έχει ως προϋπόθεση την παρεμβολή άλλων μεταγενεστέρων όλως εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων, ιδίως δε ενέργειες τρίτων προσώπων (ΣτΕ 2776/2016, 4410-22/2015, 3124/2011, ΑΠ 999/2010).
  3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ., να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, λόγω ψυχικής οδύνης, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κατά τη θέσπιση της διάταξης αυτής ο νομοθέτης έλαβε υπόψη τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την σε ότι αφορά το ζήτημα του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη (Σ.τ.Ε. 1819, 1581/2018, 596/2017, 3539/2015 κ.α.). Η χρηματική δε ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των μελών της οικογενείας του θανόντος, όσο αυτό είναι δυνατόν, από τον ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν κατά τον χρόνο του θανάτου του (Σ.τ.Ε. 2210/2017, 3552/2014, 1405/2013 κ.α.). Περαιτέρω, για τον υπολογισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος και τον βαθμό της ψυχικής συγκίνησης που ο θάνατος αυτός προκάλεσε στο συγκεκριμένο μέλος της οικογένειας του θανόντος, αναλόγως της ηλικίας του, της προσωπικότητάς του, της κατάστασης της υγείας του κ.λπ. (Σ.τ.Ε. 1405/2013, 2100/2006 7μ.). Η επιδίκαση αυτή τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας, αισθημάτων αγάπης και στοργής μεταξύ του μέλους της οικογένειας και του θανόντος, όταν αυτός ήταν στη ζωή – αδιαφόρως αν συγκατοικούσαν ή διέμεναν χωριστά-, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό κάποιου από τα πρόσωπα αυτά από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Σ.τ.Ε. 3329/2014, 1405/2013). Εξάλλου, με τη διάταξη αυτή δεν ορίζεται ευθέως ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση. Κατά την έννοια, όμως, της ίδιας διάταξης, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενά συνδεόμενοι με τον θανατωθέντα συγγενείς, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και προς ανακούφιση του πόνου των οποίων στοχεύει η ως άνω διάταξη (Σ.τ.Ε. 3329/2014, 1405/2013 ). Επίσης, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης δεν συναρτάται, κατ’ αρχήν, προς τη συγκεκριμένη κάθε φορά περιουσιακή και δημοσιονομική κατάσταση του Δημοσίου, ούτε, εξάλλου, το περιουσιακό και οικονομικό μέγεθός της επιδρά στον καθορισμό του ύψους αυτής (Σ.τ.Ε. 3839/2012 7μ. 1900/2015 κ.α.). Άλλωστε, ούτε η κοινωνική κατάσταση του αιτούντος χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο καθορισμού του ύψους της (Σ.τ.Ε. 3839/2012 7μ σκ. 13). Εξ άλλου, η οικονομική κατάσταση των εναγόντων κατ’ αρχήν, νομίμως μπορεί να συνεκτιμηθεί για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης (Σ.τ.Ε. 3839/2012 7μ σκ. 14), ωστόσο δεν απαιτείται προσδιορισμός της περιουσίας και των εισοδημάτων των εναγόντων (Α.Π. 284/2012)
  4. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δηµόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνοµίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 41), ορίζεται ότι: «1. Το Υπουργείο Δηµόσιας Τάξης, µέσα στα πλαίσια του Συντάγµατος και των νόµων, έχει ως αποστολή: α. Την κατοχύρωση και διατήρηση της δηµόσιας τάξης. β. Την προστασία της δηµόσιας και κρατικής ασφάλειας … ». Περαιτέρω, ο ν. 4249/2014 «Αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας …» (Α΄ 73) ορίζει στο άρθρο 11 ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας, με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους αρμοδιότητας του Λιμενικού Σώματος -Ελληνικής Ακτοφυλακής, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4150/2013 (Α΄102) και έχει ως αποστολή: α. την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας, β. την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας, γ. … 2. … 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές, β. την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές, γ … 4. … 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. τη δίωξη των εγκλημάτων κατά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και λοιπών περιουσιακών δικαιωμάτων, β. … ε. τη μέριμνα για την προστασία των ανηλίκων και την εφαρμογή των διατάξεων για τα ήθη, στ. …». Οι ανωτέρω διατάξεις, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, ως εκ τούτου δε, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ( ΣτΕ 4283/2014, πρβλ. ΣτΕ 1491/2010, 1677/2008 κ.α.). Περαιτέρω, το π.δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών.» (Α΄ 58), προβλέπει, στο άρθρο 93, ότι: «1. Η Προληπτική ενέργεια αποτελεί το πρώτιστο καθήκον της Ελληνικής Αστυνομίας. Αποσκοπεί στην πρόληψη των αξιόποινων πράξεων και δυστυχημάτων και την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης, ευταξίας και απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών» και στο άρθρο 97, υπό τον τίτλο «Προστασία ανηλίκων.», ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία φροντίζει ιδιαίτερα για την προστασία των ανηλίκων από τους κυνδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένοι …. Για το σκοπό αυτό το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας: α. … ι. Μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας της Ελληνικής Αστυνομίας παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή που ζητείται από τους διευθυντές των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, προκύπτει ότι η παράλειψη επέμβασης των αστυνομικών οργάνων, με σκοπό τη λήψη προστατευτικών μέτρων υπέρ των πολιτών και των περιουσιών τους, συνιστά παράλειψη διοικητικών οργάνων, για την οποία το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση. Δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης, όταν πρόκειται περί ασυνήθων περιπτώσεων, που υπερβαίνουν τις δυνατότητες της αστυνομικής δύναμης και, άρα, ανάγονται στην έννοια της ανωτέρας βίας (βλ. ΣτΕ 1049/2016, 952/2010 ). Δεν δύναται, ωστόσο, να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση αιφνιδιασμού της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν τα επεισόδια είναι αναμενόμενα και κλιμακώνονται σταδιακά (βλ. ΣτΕ 952/2010 ).
  5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων η από 19.6.2017 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Μ.Σ., προκύπτουν τα εξής: Στις 8.6.2017, και ώρα περίπου 21:25, στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Αχαρνών (οδός ____), κατά τη διάρκεια σχολικής εκδήλωσης, στην οποία συμμετείχαν οι δάσκαλοι και οι μαθητές του σχολείου, αλλά και συγγενείς των τελευταίων, ο Μ.Σ., μαθητής της Ε΄ τάξης του σχολείου, που γεννήθηκε στις 16.5.2006, ενώ περίμενε την έναρξη του θεατρικού μέρους της εκδήλωσης, μαζί με τους συμμαθητές του, πλησίον δε αυτού βρισκόταν η δεύτερη των εναγόντων, μητέρα του και δασκάλα του ως άνω σχολείου, έπεσε αναίσθητος στο προαύλιο του σχολείου, αιμορραγώντας από το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Στο σημείο έφτασε ασθενοφόρο, συνοδευόμενο από περιπολικό της αστυνομίας, το οποίο μετέφερε το παιδί διασωληνωμένο σε μυδρίαση στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Αγία Σοφία», όπου περί ώρα 22:23 κατέληξε. Ο θάνατός του γνωστοποιήθηκε στο Α΄ Α.Τ. Αχαρνών στις 03:00 π.μ. της επομένης, οπότε και ξεκίνησε προανάκριση, στα πλαίσια της οποίας παραγγέλθηκε νεκροψία- νεκροτομή. Από τη τελευταία προέκυψε ότι ο θάνατος του παιδιού προήλθε από βολίδα όπλου, που του είχε προκαλέσει ωστική βλάβη στον εγκέφαλο. Τα συμπεράσματα της ιατροδικαστικής έκθεσης ανακοινώθηκαν στους γονείς του παιδιού και στο Α΄ Α.Τ. Αχαρνών, στις 9.6.2017 περίπου στις 11:00, στη συνέχεια, δε, ενημερώθηκε η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Δυτικής Αττικής, το Τμήμα Ασφάλειας Αχαρνών, και η Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας. Η τελευταία αυτή υπηρεσία επιλήφθηκε της συνέχισης της προανάκρισης και σχημάτισε την υπ’ αριθ. 1045/2/5001 δικογραφία σε βάρος αγνώστων δραστών, για παράβαση των άρθρων 14, 27 και 299 του Π.Κ. «Ανθρωποκτονία με πρόθεση» και του ν. 2168/1993 « Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις». Πλην όμως, μέχρι και την άσκηση της από 25.4.2018 αγωγής, οι δράστες δεν είχαν εντοπισθεί ( σχετ. το υπ’ αριθ. 8004/13/259-στ’/7-12-2018 έγγραφο του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας). Με την από 25.4.2018 αγωγή, οι ήδη εφεσίβλητοι  πρόβαλαν  ότι ο θανάσιμος τραυματισμός του εντεκάχρονου Μ., υιού των δύο πρώτων, αδελφού της τρίτης και εγγονού των λοιπών, οφείλεται στο διαχρονικό έλλειμμα επαρκούς και αποτελεσματικής αστυνόμευσης της περιοχής των Αχαρνών, αλλά και, ειδικότερα, στην παράλειψη λήψης από το εναγόμενο, των απαραίτητων μέτρων διασφάλισης της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των παρευρισκόμενων στη σχολική εκδήλωση της 7.6.2017, κατά την οποία έλαβε χώρα το μοιραίο συμβάν. Περαιτέρω,  πρόβαλαν ότι το εν λόγω περιστατικό, κάθε άλλο παρά απρόβλεπτο και αναπότρεπτο ήταν, καθότι ήταν  συνέχεια του φαινομένου των άσκοπων πυροβολισμών στην περιοχή, το οποίο είχε ήδη εκδηλωθεί πολλές φορές κατά το παρελθόν, συνδεόταν με την ανεξέλεγκτη παράνομη οπλοκατοχή και αποτελούσε έκφανση της διαρκώς κλιμακούμενης εγκληματικότητας που μαστίζει τον Δήμο Αχαρνών από το έτος 2000, και της εν γένει περιθωριοποίησης και υποβάθμισης αυτού. Εξάλλου, όπως περαιτέρω υποστήριξαν, το ήδη εκκαλούν τελούσε σε γνώση των ανωτέρω, ενόψει  της πλειάδας σχετικών εγγράφων, απευθυνόμενων προς αυτό, και προερχόμενων, μεταξύ άλλων, από συλλόγους κατοίκων, αλλά και σχολεία της περιοχής.  Ενόψει των ανωτέρω, οι ήδη εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι πληρούνται οι τασσόμενες από το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προϋποθέσεις ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, για το θάνατο του ανήλικου συγγενούς τους. Επικαλούμενοι, δε, περαιτέρω, τους ισχυρούς δεσμούς αγάπης, που πέραν των δεσμών συγγένειας, συνέδεαν τον καθένα εξ αυτών με τον εντεκάχρονο Μ.Σ., προβάλλουν ότι ο θάνατος του τελευταίου επέφερε βαθύτατο πλήγμα στον ψυχισμό τους, προκαλώντας τους ψυχική οδύνη, προς ανακούφιση της οποίας ζήτησαν ως χρηματική ικανοποίηση: α) ποσό ύψους 300.000 ευρώ, σε καθένα από τους τρεις πρώτους εξ αυτών ( πατέρας, μητέρα, ανήλικη αδελφή) και β) ποσό ύψους 100.000 ευρώ, σε καθένα από τους υπολοίπους εξ αυτών ( γιαγιάδες, παππούς). Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους, περί του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα του φαινομένου της παράνομης οπλοκατοχής και των άσκοπων πυροβολισμών στην επίμαχη περιοχή, προσκόμισαν πληθώρα στοιχείων, τα οποία συνεκτιμήθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  Το Ελληνικό Δημόσιο, αντίθετα, πρόβαλε ότι ουδεμία παράνομη παράλειψη υφίσταται, εν προκειμένω, εκ μέρους των οργάνων του, ενόψει της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στην αστυνομία ως προς τη επιλογή των κατάλληλων, για κάθε περίσταση, μέτρων αστυνόμευσης, καθώς και του ότι, κατά τη χρονική περίοδο που συνέβη το τραγικό συμβάν, για την αστυνόμευση του Δήμου Αχαρνών, διατίθετο επαρκής αστυνομική δύναμη, ήτοι καθημερινά, κατά προσέγγιση, 14 αστυνομικοί και 6 οχήματα, εποχούμενες περιπολίες κατά τις ώρες 22:00 – 6:00, 1 Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας (ΟΠΚΕ), καθ’ όλο το 24ωρο, 1 εποχούμενη περιπολία, ανά βάρδια καθώς 1 εποχούμενη περιπολία ανά βάρδια καθώς  και έκτακτες εξορμήσεις με τη συμμετοχή Υπηρεσιών Τάξης, Ασφάλειας, Τροχαίας και Άμεσης Δράσης. Τέλος, υποστήριξε ότι ελλείπει η προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της υποτιθέμενης παρανομίας των οργάνων του και του ένδικου τραγικού συμβάντος, καθότι οσοδήποτε ισχυρή και αυξημένη και αν ήταν η διατιθέμενη αστυνομική δύναμη, δεν θα ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, για να το αποτρέψει, και τούτο διότι δεν θα ήταν δυνατό να εποπτεύει, δια της παρουσίας μελών της, ανά πάσα στιγμή, κάθε σημείο του Δήμου. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, προσκόμισε επιχειρησιακά σχέδια προκειμένου να επιτευχθεί, κατά προτεραιότητα, η αναβάθμιση του επιπέδου εμφανούς αστυνόμευσης της δυτικής Αττικής. Η περιεχόμενη, δε, στα ανωτέρω σχέδια, περιγραφή της κατάστασης, που οφείλουν να αντιμετωπίσουν οι αστυνομικές δυνάμεις, αναφορικά με το Δήμο Αχαρνών, περιλαμβάνει το γεγονός ότι η πληθυσμιακή δομή είναι σύνθετη και περιλαμβάνει Ελληνοπόντιους, Ρομά και λοιπούς αλλοδαπούς, ότι έχουν χαρτογραφηθεί δύο περιοχές ως οι πλέον επικίνδυνες (Αυλίζα – Α τομέας, Αγίας Σωτήρας Αχαρνών – Β τομέας), ότι παρατηρούνται, κυρίως από τους Ρομά, διάφορες παραβατικές συμπεριφορές, μεταξύ των οποίων το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών και η παράνομη κατοχή και χρήση όπλων. Ο ως άνω επιχειρησιακός σχεδιασμός προέβλεπε επιχειρησιακές δράσεις ( εποχούμενες περιπολίες,  έλεγχο και προσαγωγές ατόμων), με σκοπό την πρόληψη και αποτροπή έκνομων ενεργειών, που προκαλούνται κυρίως από τοξικοεξαρτημένα άτομα, εντός και πέριξ των σιδηροδρομικών και προαστιακών σταθμών, στις οδούς πρόσβασης των τοξικοεξαρτημένων προς τους οικισμούς και καταυλισμούς και στις λεωφορειογραμμές, τροχονομικούς ελέγχους κλπ.
  6. Επειδή, με την εκκαλούμενη απόφαση, έγινε δεκτή εν μέρει η ανωτέρω αγωγή, με την αιτιολογία ότι το Ελληνικό Δημόσιο παρανόμως παρέλειψε να λάβει δια των αστυνομικών οργάνων του τα προσήκοντα μέτρα προστασίας της σχολικής εκδήλωσης της 7.6.2017, συνιστάμενα συγκεκριμένα στη εγκαθίδρυση, διακριτικού έστω, μηχανισμού επιτήρησης των σχολείων της επίμαχης περιοχής. Η παράλειψη του μηχανισμού επιτήρησης των σχολείων, ιδίως κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων, όπως η επίμαχη, συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο συμβάν, καθότι ένας τέτοιος μηχανισμός, συνιστάμενος, κατά βάση, στη διακριτική έστω παρουσία αστυνομικού οργάνου, θα ήταν ικανός και πρόσφορος, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να αποθαρρύνει την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και την παράνομη και άσκοπη χρήση όπλων, πλησίον των σχολείων της περιοχής, και επομένως να αποτρέψει το ένδικο τραγικό συμβάν. Η αναγκαιότητα της λήψης των μέτρων αυτών πρόβαλλε ως προφανής ενόψει των περιστατικών που είχαν σημειωθεί στο παρελθόν, της ανθεκτικότητας που παρουσίαζε η εγκληματικότητα αλλά και ειδικότερα το φαινόμενο της ευρείας χρήσης και κατοχής όπλων στην  περιοχή αυτή, και των εκκλήσεων προς τούτο συλλόγων και σχολείων της περιοχής,  καθιστώντας την παράλειψη λήψης του, παράνομη, ως τελούμενη καθ’ υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην αστυνομία προς επιλογή των εκάστοτε ενδεικνυόμενων μέτρων αστυνόμευσης. Περαιτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση, αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες θανάτου του Μ.Σ., ο οποίος αποβίωσε εντελώς αναίτια και απρόκλητα κατά τη διάρκεια σχολικής εορτής, παρουσία πλήθους κόσμου, μεταξύ των οποίων οι γονείς και η αδελφή του, από πυροβολισμό εξωσχολικού προσώπου, το εξαιρετικά νεαρό της ηλικίας αυτού κατά τον χρόνο του θανάτου του (11 χρονών),  τον βαθμό συγγένειας των  εναγόντων-εφεσίβλητων, την ηλικία αυτών, τη βαρύτητα του πταίσματος των αρμόδιων οργάνων του Δημοσίου, τους δεσμούς αγάπης  που συνέδεαν τους ενάγοντες με το θύμα  και  το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών, αναγνώρισε την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου  να καταβάλλει σε καθένα εκ των δύο πρώτων ποσό ύψους 130.000 ευρώ, στους δύο πρώτους, από κοινού, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους Ε.Σ. (τρίτης των εναγόντων), ποσό ύψους 80.000 ευρώ και σε καθένα από τους υπολοίπους ποσό ύψους 50.000 ευρώ.
  7. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση το Ελληνικό Δημόσιο ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι έσφαλε στην κρίση της, δεδομένου ότι, όπως υποστηρίζει, δεν συνέτρεξε καμιά παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ικανής να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη αυτού και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παρανομίας και ένδικου αποτελέσματος. Ειδικότερα, προβάλει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρχε ανεπαρκής αστυνόμευση, εσφαλμένος σχεδιασμός και δεν λήφθηκαν μέτρα γενικής φύσεως και έκρινε ότι η ΕΛ.Α.Σ. υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας εκ του αποτελέσματος, αφού δεν αποδείχτηκε συγκεκριμένη παρανομία των αστυνομικών οργάνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο ένδικο συμβάν. Παραθέτει δε εκ νέου τα επιχειρησιακά σχέδια του έτους 2013 και του έτους 2015, που εκπονήθηκαν από τις σχετικές Υπηρεσίες της ΕΛ.Α.Σ. για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στην περιοχή της Αυλίζας με κοινή δράση Υπηρεσιών Τάξης, Ασφάλειας και Τροχαίας, και με στόχο την ενίσχυση της αστυνόμευσης στη Δυτική Αττική, που αναμορφώθηκε και επικαιροποιήθηκε την 1.3.2017, αντίστοιχα. Περαιτέρω, προβάλλει ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη εγκαθίδρυσης ενός μηχανισμού επιτήρησης των σχολείων εντός και περιμετρικά των Τομέων αυξημένης εγκληματικότητας συνιστάμενος, στη διακριτική έστω παρουσία αστυνομικού οργάνου, θα ήταν ικανός και πρόσφορος κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να αποθαρρύνει την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και την παράνομη και άσκοπη χρήση όπλων, πλησίον των σχολείων και επομένως να αποτρέψει το ένδικο συμβάν. Και τούτο, γιατί ούτε αποδεικνύεται, αλλά ούτε μπορεί να υποστηριχθεί ότι αν λαμβανόταν το ανωτέρω μέτρο, αυτό θα μπορούσε κατ’ αντικειμενική κρίση να αποτρέψει το ένδικο συμβάν, δεδομένου ότι αυτό προκλήθηκε από αδέσποτη σφαίρα από άγνωστη κατεύθυνση και με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, υποστηρίζει ότι είναι αυθαίρετη η κρίση, ότι η διακριτική παρουσία αστυνομικού οργάνου μπορούσε να αποθαρρύνει την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, ώστε δεν συντρέχει εν προκειμένω αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πλημμελώς αιτιολογημένης παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας των εφεσίβλητων. Τέλος, το εκκαλούν βάλλει κατά της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, στους εφεσίβλητους προβάλλοντας ότι εσφαλμένως  το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν στάθμισε ότι: α) ο θανάσιμος τραυματισμός του Μ.Σ. δεν προκλήθηκε από ενέργεια οργάνου του Ελληνικού Δημοσίου, β) το γεγονός ότι δεν έλαβαν, εν προκειμένω, χώρα παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων, γ) ο σκοπός της χρηματικής ικανοποίησης είναι η ηθική παρηγορία και η ψυχική ανακούφιση και όχι η αποζημίωση του παθόντος και, πολύ περισσότερο, ο πλουτισμός του και δ) την παγκοσμίως γνωστή δριμεία δημοσιονομική κρίση της χώρας, που διαμορφώνει το γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον και η οποία επιδρά αναπόφευκτα στο ποσό που κατ’ εύλογη κρίση απαιτείται για την ηθική παρηγορία και ψυχική ανακούφιση του ζημιωθέντος προσώπου, αφού το πρόσωπο αυτό εντάσσεται στο  συγκεκριμένο ως άνω περιβάλλον.
  8. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω σκέψεις 3 και 5, η αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας είναι, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια και προστασία της ζωής των πολιτών από επιθέσεις τρίτων, προς εκπλήρωση της οποίας τα αστυνομικά όργανα υποχρεούνται, στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, να λαμβάνουν τα κατάλληλα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα. Η παράλειψη δε να λάβουν τα μέτρα αυτά, δύναται να στοιχειοθετήσει υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ. Περαιτέρω, ναι μεν στο πλαίσιο που τους παρέχει ο νόμος, τα όργανα της ΕΛΑΣ μπορούν να επιλέγουν εκείνα τα ενδεικνυόμενα σε κάθε περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέσα και τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν έκνομες καταστάσεις, όπως την εγκληματικότητα μιας περιοχής. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα επιλεγόμενα μέτρα πρέπει να είναι αναγκαία, ικανά και επί πλέον αποτελεσματικά, ώστε να εκπληρώνονται τα καθήκοντά τους, ήτοι η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθώς και η προστασία των πολιτών και των ατομικών τους ελευθεριών, όπως της ζωής, της υγείας τους και της περιουσίας τους. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως είναι γνωστό, από σχετικά δημοσιεύματα και διαμαρτυρίες τοπικών φορέων (σχ. προσκομισθέντα έγγραφα), ο Δήμος Αχαρνών βρίσκεται αντιμέτωπος, τουλάχιστον από το έτος 2013, όπως προκύπτει και από την εκπόνηση του πρώτου Ειδικού Επιχειρησιακού Σχεδιασμού του έτους 2013, με μια έξαρση της εγκληματικότητας και ειδικότερα, στο ευρέων διαστάσεων φαινόμενο της παράνομης κατοχής και χρήσης όπλων, η επικινδυνότητα του οποίου είχε ήδη αναφανεί σε περιστατικά τραυματισμών από άσκοπους πυροβολισμούς, που είχε καταγράψει η ΕΛΑΣ. Περαιτέρω, παρά την ανθεκτικότητα που εμφάνιζε η έξαρση αυτή  της εγκληματικότητας απέναντι στα ληφθέντα από την αστυνομία μέτρα αντιμετώπισής της μέχρι και το ένδικο συμβάν, όπως προκύπτει από την πανομοιότυπη και αναλλοίωτη περιγραφή της κατάστασης στα επόμενα επιχειρησιακά σχέδια ( έτους 2015, επικαιροποίηση έτους 2017), τα μέτρα δεν ενισχύονταν, χωρίς να προκύπτει ότι η πρακτική της μη ενίσχυσης των μέτρων  εδραζόταν σε συγκεκριμένες αξιολογήσεις και στη διαπίστωση κάποιας κάμψης του φαινομένου (βλ. ιδίως, στα ως άνω επιχειρησιακά σχέδια, τη σταδιακή μείωση της διατιθέμενης αστυνομικής δύναμης για ειδικές επιχειρησιακές δράσεις). Εξάλλου,  όπως διαπιστώνεται από τις εκκλήσεις φορέων της περιοχής, προς τις Αστυνομικές  και τις Δημοτικές Αρχές, για φύλαξη των σχολείων (βλ. προσκομισθέντα έγγραφα), μετά τον τραυματισμό της ανήλικης  Β.Τ. στην αυλή του σχολείου της κατά το 2012, αλλά και από τα αιτήματα σχολείων της περιοχής περί συνδρομής της αστυνομίας στην αντιμετώπιση, των προερχόμενων από εξωσχολικούς, περιστατικών βίας που επηρέαζαν τη λειτουργία τους (βλ. σχετικά προσκομισθέντα έγγραφα), το φαινόμενο αυτό άγγιζε, με ιδιαίτερη ένταση, την εκπαιδευτική κοινότητα της περιοχής εντός και περιμετρικά των χαρτογραφημένων από την αστυνομία ως Α και Β τομέων αυξημένης εγκληματικότητας.
  9. Επειδή, με δεδομένα τα ανωτέρω εκτεθέντα, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένδικο τραγικό συμβάν συνέβη κατά τη διάρκεια σχολικής εκδήλωσης στο 6ο Δημοτικό σχολείο, το οποίο βρίσκεται σε περιοχή αυξημένης επικινδυνότητας, γεγονός που δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν, αφού γειτνιάζει με τις δυο χαρτογραφημένες ως πλέον επικίνδυνες περιοχές του Δήμου Αχαρνών, η εγκληματικότητα των οποίων μάλιστα εκφεύγει των ορίων τους (βλ. σχετικώς την αναφερόμενη στη Δ.Ε. Αχαρνών περιγραφή της κατάστασης, στα προαναφερθέντα επιχειρησιακά σχέδια της αστυνομίας), κρίνει ότι το εναγόμενο παρέλειψε να λάβει, δια των αστυνομικών οργάνων του, τα προσήκοντα αποτελεσματικά μέτρα προστασίας της περιοχής, όπου βρισκόταν το σχολικό συγκρότημα. Ειδικότερα, τα αστυνομικά όργανα παρέλειψαν ή σε κάθε περίπτωση, δεν εφάρμοσαν ορθά και αποτελεσματικά, τα προληπτικά μέτρα για τον έλεγχο της εγκληματικότητας της περιοχής, που είχαν εκπονηθεί με τους ανωτέρω Επιχειρησιακούς Σχεδιασμούς με σκοπό να αποθαρρύνουν την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και την παράνομη και άσκοπη χρήση όπλων. Ήτοι, να διαθέσουν ικανό αριθμό αστυνομικών μονάδων κατάλληλα εκπαιδευμένων σε ενισχυμένες εποχούμενες  και πεζές περιπολίες καθόλη τη διάρκεια του 24ώρου, με εντατικοποίηση κατά τη διάρκεια των νυχτερινών ωρών, και ειδικότερα  πλησίον σχολικών μονάδων, ενόψει και του γεγονότος ότι υπήρχαν ήδη σχετικά εγκληματικά περιστατικά από αδέσποτες βολίδες, ώστε να είναι πρόσφορα και ικανά να αποτρέψουν ένα ακόμα εγκληματικό περιστατικό. Τα μέτρα που λήφθηκαν, κατά του ισχυρισμούς του εκκαλούντος, αποδείχθηκαν  ανεπαρκή. Περαιτέρω, η ανωτέρω παράλειψη εντός και περιμετρικά των Τομέων αυξημένης εγκληματικότητας Α΄ και Β΄,  συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο συμβάν, καθόσον η αστυνόμευση και φύλαξη της περιοχής  θα ήταν ικανή και πρόσφορη, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να αποθαρρύνει την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών, μεταξύ των οποίων και την παράνομη και άσκοπη χρήση όπλων, πλησίον των σχολείων της επίμαχης περιοχής, και επομένως να αποτρέψει το ένδικο τραγικό συμβάν. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος Δημοσίου, ότι δεν συντρέχει η  παρανομία την οποία δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, καθόσον τα αστυνομικά όργανα, έλαβαν στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας, τα ενδεδειγμένα, κατά την κρίση τους, μέτρα προς αντιμετώπιση των εγκληματικών περιστατικών της περιοχής, χωρίς να αποδεικνύεται ότι έκαναν κακή χρήσης της ευχέρειας αυτής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, η αναγκαιότητα λήψης αστυνομικών μέτρων πρόσφορων και αποτελεσματικών  για την προστασία της περιοχής αυτής και ειδικά των σχολικών συγκροτημάτων, που, όπως είναι κοινώς γνωστό, αποτελούν χώρο συγκέντρωσης ατόμων με παραβατική  συμπεριφορά ( όπως διάθεση ναρκωτικών ουσιών, επίλυση θεμάτων «αντίπαλων ομάδων»), ενόψει  της ύπαρξης παρόμοιων βίαιων περιστατικών στο πρόσφατο παρελθόν, της ανθεκτικότητας που παρουσίαζε η εγκληματικότητα τα τελευταία χρόνια παρά τα εκπονηθέντα επιχειρησιακά μέτρα, αλλά και  το φαινόμενο της ευρείας κατοχής και χρήσης όπλων στην περιοχή, είναι  προφανής, καθιστώντας παράνομη την παράλειψη λήψης αυτών, ως τελούμενη καθ’ υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στην αστυνομία προς επιλογή των εκάστοτε ενδεικνυόμενων μέτρων αστυνόμευσης. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί περί έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου, ανωτέρας βίας, μεσολάβησης αναπότρεπτης ενέργειας τρίτου και θεμελίωσης ευθύνης εκ του αποτελέσματος τυγχάνουν ομοίως απορριπτέοι, ενόψει όλων των ανωτέρω. Εξάλλου, και τα λοιπά περιστατικά εγκληματικότητας, αποδεικνύουν έλλειψη κατάλληλου σχεδιασμού και πλημμελή άσκηση των καθηκόντων των οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας και όχι τη συνδρομή τυχαίου γεγονότος ή γεγονότος που οφείλεται  σε ανώτερη βία. Η πλημμελής αυτή άσκηση των καθηκόντων των αστυνομικών οργάνων οδήγησε ευθέως και αμέσως στο ένδικο γεγονός και συνεπώς τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το τραγικό συμβάν. Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, όπως ορθά, αν και με άλλη αιτιολογία, έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτόμενων  ως αβάσιμων, όλων των περί του αντιθέτου λόγων του εκκαλούντος.
  10. Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, α) τις συνθήκες θανάτου του Μ.Σ., ο οποίος αποβίωσε εντελώς αναίτια και απρόκλητα από αδέσποτη βολίδα όπλου κατά τη διάρκεια σχολικής εορτής, β) το εξαιρετικά νεαρό της ηλικίας αυτού κατά τον χρόνο του θανάτου του (11 χρονών), γ) τον βαθμό συγγένειας των δύο πρώτων (γονείς), της τρίτης (αδελφή), της τέταρτης και έκτης (γιαγιάδες) και του πέμπτου (παππούς) των εφεσίβλητων με το θύμα, δ)  τη βαρύτητα του πταίσματος των αρμόδιων οργάνων του Δημοσίου, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, και ιδίως το γεγονός ότι το ένδικο τραγικό περιστατικό είναι αποτέλεσμα της μακρόχρονης και μη αντιμετωπίσιμης έξαρσης της εγκληματικότητας στην περιοχή των Αχαρνών, ε) τους δεσμούς αγάπης που συνέδεαν όλους τους εφεσίβλητους  με το θύμα, και ζ) το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών,  κρίνει ότι οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ψυχική οδύνη από το θάνατο του συγγενούς τους, προς παρηγορία και ανακούφιση της οποίας πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλλει σε καθένα εκ των δύο πρώτων το εύλογο ποσό των 130.000 ευρώ, στους δύο πρώτους, από κοινού, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους Ε.Σ. (τρίτης των εναγόντων), το εύλογο ποσό των  80.000 ευρώ και σε καθένα από τους υπολοίπους το εύλογο ποσό των 50.000 ευρώ, όπως ορθά έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, κατά τα ως άνω, οι προβαλλόμενοι λόγοι της έφεσης περί αντίθεσης, της επιδικασθείσας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χρηματικής ικανοποίησης, στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και ότι έπρεπε να αποτιμηθεί το ύψος αυτής αφού ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο θάνατος επήλθε από ενέργεια τρίτου προσώπου και όχι οργάνου του Ελληνικού Δημοσίου και η δημοσιοοικονομική κατάσταση της χώρας.
  11. Επειδή, κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της και να καταλογισθούν σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων ύψους 341 ευρώ, κατ’ άρθρο 275 παρ.1 Κ.Δ.Δ.

 

ΔΙΑ  ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την έφεση.

Καταλογίζει σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων ποσού τριακοσίων σαράντα ένα (341) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2022.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μέγεθος Γραμματοσειράς