Είσοδος

09.09.2021

ΑΠΟ ΙΩΑΝΝΙΝΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ 2

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

 

ΘΕΜΑ: “Εισηγήσεις επί των ζητημάτων που συζητήθηκαν στην συνεδρίαση της Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων στη Λάρισα (Ιούνιος 2012), σχετικά με την αναμόρφωση του Κώδικα Δικηγόρων.

 

 

Ι) ΧΡΟΝΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (αρθ 4 παρ1 και 5 παρ 2 ΚΩΔ ΔΙΚ)

 

 

1. Το πρόβλημα: Ο χρονικός περιορισμός της εγγραφής των πτυχιούχων νομικής στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων Δικηγόρων εντός εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου καθώς και η απόλυτη απαγόρευση εγγραφής στο παραπάνω βιβλίο μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήψη του πτυχίου, έχουν κριθεί από τη νομολογία του ΣτΕ ότι αντίκεινται στο Σύνταγμα (βλ Ολ ΣτΕ 3177/2007, ΣτΕ 1539/2008, ΣτΕ 1384/2012 7μ παρ. σε Ολομ Πρβλ και ΣτΕ 32/2008 που είναι αντίθετη με την ΣτΕ 1539/2008)

2. Ενόψει της παραπάνω νομολογίας προτείνεται σε ότι αφορά την υποχρέωση εγγραφής στο βιβλίο (μητρώο) ασκουμένων δικηγόρων εντός εξαμήνου από τη λήψη του πτυχίου, η ελαστικοποίηση της απαγόρευσης και να ορισθεί ότι ο πτυχιούχος Νομικής εγγράφεται στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων Δικηγόρων εντός ευλόγου χρόνου……………”

Σε ότι αφορά την απόλυτη απαγόρευση εγγραφής στο μητρώο (βιβλίο) ασκουμένων δικηγόρων προτείνεται η ελαστικοποίηση της ως εξής:

“α. Σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήψη του πτυχίου εγγραφή στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων επιτρέπεται εφ’ όσον ο πτυχιούχος επικαλεσθεί και αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι δεν αποξενώθηκε από τη νομική επιστήμη

β. Η παροχή εξαρτημένης εργασίας με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα ή η άσκηση επαγγέλματος ή έργου ή δραστηριότητας μη συναφούς προς τη νομική επιστήμη δεν λαμβάνεται υπόψη. Η αληθής έννοια του αμέσως παραπάνω εδαφίου είναι ότι ως συναφής με τη νομική επιστήμη δραστηριότητα ή εργασία, έργο ή επάγγελμα νοείται μόνο η άσκηση αμιγώς νομικών εργασιών, έργων ή δραστηριοτήτων όπως αυτές ορίζονται στον Κώδικα περί Δικηγόρων ή στο οικείο επαγγελματικό δίκαιο (ή, κατ’ άλλη διατύπωση, η άσκηση καθαρώς νομικής φύσεως εργασίας, έργου ή δραστηριότητας, πρβλ για τη διατύπωση αυτή ΣτΕ 1676/81)

γ. Αρμόδιο όργανο για την διαπίστωση της συνδρομής ή μη των ανωτέρω είναι το ΔΣ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου”

ΙΙ) ΕΠΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ (ΑΡΘ 21 ΚΩΔ ΔΙΚ)

1. Το πρόβλημα: α) Η απόλυτη απαγόρευση επαναδιορισμού δικηγόρου του εδαφ β της παρ 2 του άρθρου 21 Κώδικα Δικηγόρων, ενόψει των ανωτέρω αποφάσεων του ΣτΕ (Ολ ΣτΕ 3177/2007, ΣτΕ 1539/2008, ΣτΕ 1384/2012 7μ), ενδέχεται να κριθεί αντισυνταγματική. Επίσης η απόλυτη απαγόρευση επαναδιορισμού ως Δικηγόρου των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών (παρ 3 του αρθ 21 του Κωδ Δικ) έχει κριθεί παγίως ως αντισυνταγματική.

β) Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει παγίως ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω είναι η διάταξη του άρθρου 21 παρ 1 του ΝΔ 3026/1954 (Κωδ Δικ), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ΑΝ 42/1967 (βλ σχετικά για το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ΣτΕ 32/2008, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία)

γ) Συνεπώς, ενόψει της ισχύουσας (σύμφωνα με τα παραπάνω) νομοθεσίας ο επαναδιορισμός Δικηγόρου επιτρέπεται εντός πέντε ετών “αφ’ ής απέβαλλε την ιδιότητα του Δικηγόρου…” Σημειωτέο ότι με την υπ’ αριθμ. 32/2008 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι η απαγόρευση επαναδιορισμού μετά την πάροδο πενταετίας από την αποβολή της ιδιότητας του Δικηγόρου δεν αντίκειται στο Σύνταγμα (βλ και Ολ ΣτΕ 1618/88, ΣτΕ 631/2006, 3531/2003).

δ) Μετά όμως τις ανωτέρω νεώτερες αποφάσεις (ΟλΣτΕ 3177/2007, ΣτΕ 1539/2008, ΣτΕ 1384/2012 7μ), τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της παραπάνω απόλυτης απαγόρευσης.

2. Ενόψει των ανωτέρω προτείνεται η ελαστικοποίηση της εν λόγω απαγόρευσης ως εξής:

“α. Ο επαναδιορισμός δικηγόρου επιτρέπεται εντός πέντε ετών από την αποβολή της ιδιότητας του Δικηγόρου, μετά από γνώμη του Δικηγορικού Συλλόγου στο μητρώο του οποίου ζητείται η επανεγγραφή.

β. Μετά την πάροδο πενταετίας από την αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας ο επαναδιορισμός επιτρέπεται εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος επικαλεσθεί και αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι δεν αποξενώθηκε από τη νομική επιστήμη και τη δικηγορία.

γ. Η παροχή εξαρτημένης εργασίας με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα ή η άσκηση επαγγέλματος ή έργου ή δραστηριότητας μη συναφούς (ή μη σχετικού) προς τη νομική επιστήμη και τη δικηγορία δεν λαμβάνεται υπόψη. Η αληθής έννοια του αμέσως παραπάνω εδαφίου είναι ότι ως συναφής με τη νομική επιστήμη δραστηριότητα, έργο, επάγγελμα η εργασία νοείται μόνο η άσκηση αμιγώς νομικών εργασιών, έργων ή καθηκόντων (ή, κατ’ άλλη διατύπωση, η άσκηση καθαρώς νομικής φύσεως εργασίας, έργου ή δραστηριότητας  πρβλ για την διατύπωση αυτή ΣτΕ 1676/81) συναφών προς τα έργα του Δικηγόρου, όπως αυτά ορίζονται στον Κώδικα Δικηγόρων.

ΙΙΙ) ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ  (ΑΡΘ 63 Β’ ΚΩΔ ΔΙΚ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 21 ΠΑΡ 2,3 ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ)

1. Το πρόβλημα: α. Οι διατάξεις του άρθρου 63 Β’ του Κώδικα Δικηγόρων σε συνδυασμό με το άρθρο 21 παρ 2, 3 του Κώδικα Δικηγόρων  καθώς και με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ 3, 4 και 5 παρ 2 του Κώδικα Δικηγόρων (ηλικιακοί περιορισμοί, χρονικοί περιορισμού από τη λήψη του πτυχίου) αποσκοπούσαν πρωτίστως στην αποτροπή της δικηγορίας συνταξιούχων και ιδίως δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, για ευνόητους λόγους.

β. Όπως όμως αναφέρεται στα κεφ Ι και ΙΙ της παρούσας, οι ανωτέρω περιορισμοί κρίθηκαν αντισυνταγματικοί. Περαιτέρω, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 63 Β του Κώδικα Δικηγόρων έχει παραμείνει ανενεργός λόγω της μη εκδόσεως του ειδικού νόμου που να καθορίζει την τύχη της συντάξεως του ενδιαφερομένου σε περίπτωση επιλογής άσκησης της Δικηγορίας.

γ) Τέλος, οι διατάξεις του άρθρ. 63 Β του Κώδικα Δικηγόρων, ως έχουν, ενδέχεται να κριθούν αντισυνταγματικές, κατά το μέρος που εισάγουν απόκλιση από τον πάγιο πλέον κανόνα άσκησης επαγγέλματος από συνταξιούχους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 63 του Ν 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 του Ν 3863/2010 (πρβλ για την εν λόγω αντισυνταγματικότητα Ολ ΣτΕ 2768/2011).

2.Ενόψει των ανωτέρω προτείνεται το άρθρο 63 Β του Κώδικα Δικηγόρων να αντικατασταθεί με διάταξη ομοίου η αναλόγου περιεχομένου με το άρθρο 63 του  Ν 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 του Ν. 3863/2010.

3.Περαιτέρω, προτείνεται τα δύο τελευταία εδάφια της παρ 3 του άρθρου 21 του Κώδικα Δικηγόρων να ισχύουν και σε κάθε περίπτωση άσκησης δικηγορίας από συνταξιούχο δημόσιο υπάλληλο, στρατιωτικό, αστυνομικό ή δημόσιο λειτουργό (Εισαγγελείς, δικαστές, μέλη ΝΣΚ), προς αποτροπή της μετατροπής δημόσιων υπηρεσιών ή λειτουργημάτων σε “δεξαμενές άντλησης μελλοντικής πελατείας”

IV. ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΜΜΙΣΘΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ (ΑΡΘ 63 Α ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ)

1. Προτείνεται να μείνει ως έχει η απαγόρευση παροχής νομικών ή δικηγορικών υπηρεσιών με σχέση έμμισθης δικηγορικής εντολής ή με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς του άρθρου 63 Α του Κωδ. Δικηγ.

2. Η απαγόρευση αυτή θεμελιώνεται στους εξής επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος

α) Στην συνταγματική απαγόρευση της πολυθεσίας (στον δημόσιο τομέα) σε θέσεις το αντικείμενο των οποίων προσιδιάζει σε σχέση εντολής (αρθ 104 παρ 1 εδαφ α και 103 παρ 7 εδαφ β του Συντάγματος). Τέτοια θέση προδήλως είναι και η θέση δικηγόρου με σχέση έμμισθης εντολής ή νομικού συμβούλου σε ΝΠΔΔ, ΟΤΑ ή φορείς του Δημόσιου τομέα. Για τον λόγο αυτό όμως προτείνεται να παραμείνει ως έχει και το άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων ή να ορισθεί στον αναμορφωμένο Κώδικα Δικηγόρων  ότι “ο Δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος ….” (βλ και κεφ VIII της παρούσας)

β) Στην φύση της έμμισθης δικηγορικής εντολής που απαιτεί “πλήρη απασχόληση” του δικηγόρου με την έννοια ότι ο δικηγόρος “αναλίσκει ουσιωδώς τις δυνάμεις του προς διεκπεραίωση του συνόλου των υποθέσεων του εντολέα του, προσφέροντας της υπηρεσίες του επί ικανό χρόνο κάθε ημέρα” (βλ Εφ Αθ 766/1974, Αρχ Ν 35, 503).

γ) Τέλος η ανωτέρω απαγόρευση δικαιολογείται για λόγους διασφάλισης τήρησης του απορρήτου και της αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων.

  1. Συμπερασματικά οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν την παραπάνω απαγόρευση είναι η απαγόρευση της πολυθεσίας σε θέση το αντικείμενο της οποίας προσιδιάζει σε εντολή, ή αποκλειστική ενασχόληση του έμμισθου Δικηγόρου ή Νομικού Συμβούλου με το σύνολο των συμφερόντων του εντολέα του, η διασφάλιση της τήρησης του απορρήτου και αποτροπή σύγκρουσης συμφερόντων. Περαιτέρω σκοπός των ανωτέρω διατάξεων είναι και η αποτροπή της δημιουργίας μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών καταστάσεων, που επίσης αποτελεί επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Τέλος η ανωτέρω απαγόρευση αποσκοπεί και στην παροχή ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε θέσεις έμμισθων δικηγόρων στον δημόσιο τομέα. Διαφορετικά οι κατέχοντες ήδη τέτοια θέση έχουν και προνομιακή πρόσβαση σε οιαδήποτε προκηρυσσόμενη θέση λόγω της εξειδίκευσης και εμπειρίας που θα έχουν ήδη αποκτήσει στην κατεχόμενη θέση.
  2. Η ανωτέρω όμως απόλυτη απαγόρευση σύναψης περισσοτέρων της μίας έμμισθων εντολών, στον ιδιωτικό τομέα ενδέχεται να κριθεί ότι αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, (βλ κεφ Ι, ΙΙ) και της οικονομικής ελευθερίας. Λαμβάνοντας υπόψη και την παράμετρο αυτή, εναλλακτικά, προτείνεται να διατηρηθεί ως έχει η απαγόρευση του άρθρου 63 Α Κώδικα Δικηγόρων, σε ότι αφορά την κατοχή περισσότερων της μίας θέσεων Δικηγόρου με έμμισθη εντολή ή του νομικού συμβούλου στον Δημόσιο τομέα για τους λόγους που αναφέρονται στην αμέσως παραπάνω παρ 2α. Σε ότι αφορά τον ιδιωτικό τομέα προτείνεται να επιτραπεί η σύναψη περισσοτέρων της μίας (καλό θα ήταν να τεθεί και ένα όριο στον αριθμό) συμβάσεων έμμισθης δικηγορικής εντολής ή νομικού συμβούλου, εφ’ όσον διασφαλίζεται η αποτελεσματική ενασχόληση με τις υποθέσεις όλων των εντολέων, η τήρηση του απορρήτου και η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων. Προς διαπίστωση της συνδρομής ή μη των παραπάνω προϋποθέσεων οι αμέσως παραπάνω συμβάσεις (ή δήλωση περί συνάψεως τέτοιων συμβάσεων), υποβάλλονται στο ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο Δικηγόρος, το οποίο και αποφασίζει σχετικά. Η μη συμμόρφωση με την παραπάνω υποχρέωση ή η υποβολή ανειλικρινούς δηλώσεως συνεπάγεται την διαγραφή του Δικηγόρου από το μητρώο με απόφαση του Επιτροπής Μητρώου (ή του ΔΣ) του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Πριν από την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως του ΔΣ δεν επιτρέπεται η ανάληψη καθηκόντων δικηγόρου με έμμισθη εντολή, ή νομικού συμβούλου. Στις περιπτώσεις αυτές ο Δικηγόρος οφείλει, προσκαλούμενος να εμφανίζεται ενώπιον του ΔΣ και να παρέχει κάθε ζητούμενη  πληροφορία, διασάφηση  και συνεργασία.

V. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΑΕΙ ΣΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ (ΑΡΘΡ 3 ΚΩΔ ΔΙΚΗΓ), ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΘΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ

1. Το πρόβλημα: α) Με τις υπ’ αριθμ 2770 και 2771/2011 αποφ της Ολομέλειας του ΣτΕ η διάταξη του άρθρου 3 του Κώδικα Δικηγόρων, κρίθηκε αντίθετη στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, κατά το μέρος που απαιτεί ως προϋπόθεση για την εγγραφή στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων Δικηγόρων την προηγούμενη ακαδημαϊκή αναγνώριση (βλ αναλυτικά για τις αποφάσεις αυτές εισήγηση Σωτ Αθανασίου στην Ολομ Πρ Δικ Συλλόγων στα Ιωάννινα στις 7,8,9/4/2012).

β) Σε πολλούς Δικηγορικούς Συλλόγους είτε εκκρεμούν αιτήσεις εγγραφής στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων πτυχιούχων Νομικής Κοινοτικών ΑΕΙ είτε είναι ήδη εγγεγραμένοι με την αίρεση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης.

γ)Μέχρι να ρυθμισθεί νομοθετικά το εν λόγω ζήτημα με τον Κώδικα Δικηγόρων και προς αποφυγή φαινομένων ανομοιόμορφης εφαρμογής του πρωτογενούς ενωσιακού Δικαίου, πρέπει το ζήτημα αυτό να ρυθμισθεί με απόφαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων ώστε να υπάρχει ενιαία διαδικασία και κριτήρια σ’ όλους τους Δικηγορικούς Συλλόγους.

2. Ενόψει τω ανωτέρω, προτείνονται τα ακόλουθα στα πλαίσια των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ.

α) Οι υποψήφιοι ασκούμενοι δικηγόροι υποβάλλονται σε εξετάσεις σε έξι (6) τομείς Δικαίου, η γνώση των οποίων είναι αναγκαία για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος στην Ελλάδα.

β) Οι τομείς γνώσεως αναφέρονται στο π.δ. 122/2010, που δύναται να τύχει αναλόγου για την ταυτότητα του νομικού λόγου και είναι οι εξής: ιδιωτικό δίκαιο (ΑΚ και Εμπ Νόμος), και η αντίστοιχη δικονομία (ΚΠολΔ), Ποινικό Δίκαιο (ΠΚ) και η αντίστοιχη Δικονομία (ΚΠοινΔ), και Δημόσιο Δίκαιο  και οι αντίστοιχες δικονομίες. Λόγω του εύρους του Δημοσίου Δικαίου, οι εξεταζόμενοι τομείς γνώσεων πρέπει να αφορούν το Συνταγματικό Δίκαιο (Ελληνικό Σύνταγμα), το Γενικό Διοικητικό Δίκαιο και τις αντίστοιχες δικονομίες [(Κώδ Διοικ Δικονομίας, (ν 2717/1999, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα και ακυρωτική διαδικασία (πδ 18/1989 σε συνδυασμό με  Ν 702/77 και τον Ν 1406/83, όπως τροπ και ισχύουν σήμερα)]

γ) Οι παραπάνω εξετάσεις (γραπτές ή προφορικές) είναι εξετάσεις επάρκειας, δηλ αποσκοπούν στην πιστοποίηση της κατοχής των παραπάνω γνώσεων, που δεν καλύπτονται από τον Κοινοτικό τίτλο σπουδών, λόγω των εγγενών διαφορών των νομικών συστημάτων και των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης που ενυπάρχουν στα κράτη μέλη της ΕΕ (βλ αναλυτικά για την φύση των εξετάσεων αυτών εισήγηση του Σωτήρη Αθανασίου στην Ολομ των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων στα Ιωάννινα τον Ιούνιο 2012).

δ) Κατά τη ανωτέρω διαδικασία πρέπει να συνεκτιμηθεί “δεόντως” και η τυχόν διανυθείσα περίοδος άσκησης (στην Ελλάδα ή στην χώρα προέλευσης του τίτλου) με την έννοια ότι ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί σε εξετάσεις σε ολιγότερους τομείς γνώσεων ή σε ολιγότερη ύλη ή με συνδυασμό των ανωτέρω. Χρήσιμο θα ήταν (και για τον σκοπό αυτό) με απόφαση  της Ολομέλειας να καθορισθεί και η εξεταστέα ύλη.

ε) Αρμόδιο όργανο για την επαγγελματική αναγνώριση είναι το ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ζητείται η εγγραφή στο ειδικό βιβλίο (μητρώο) ασκουμένων.

στ) Μετά την ανωτέρω επαγγελματική αναγνώριση γίνεται η εγγραφή και αρχίζει να τρέχει ο χρόνος της 18μηνης άσκησης. Τίθεται όμως ζήτημα ως προς τον χρόνο άσκησης της 18μηνης άσκησης, για όσους είχαν ήδη εγγραφεί και αρχίσει την άσκηση με την αίρεση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Η γνώμη μας επί του εν λόγω ζητήματος είναι η ακόλουθη: Με δεδομένο ότι αφετηρία της έναρξης του χρόνου άσκησης είναι η εγγραφή στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων, για την οποία όμως απαιτείται, ως τυπικό προσόν, η προηγούμενη επαγγελματική αναγνώριση, ο χρόνος της 18μηνης άσκησης αρχίζει να τρέχει μετά την αναγνώριση αυτή, λαμβανομένου υπόψη ότι η εγγραφή έγινε με την αίρεση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης. Στις περιπτώσεις αυτές (δηλ της εγγραφής με την αίρεση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης) αν δεν επακολουθήσει τέτοια αναγνώριση, η απόφαση εγγραφής πρέπει να ανακαλείται. Η συνεκτίμηση του τυχόν διανυθέντος χρόνου άσκησης στις περιπτώσεις αυτές) με την έννοια που προεκτέθηκε) πιστεύουμε ότι αποτελεί επαρκή “αποζημίωση” για τον ενδιαφερόμενο.

ζ) Οι ανωτέρω διαδικασίες επαγγελματικής αναγνώρισης καταλαμβάνει όλους του πτυχιούχους νομικής κοινοτικών ΑΕΙ, ανεξαρτήτως της τυχόν ακαδημαϊκής αναγνώρισης του τίτλου. Αναφύεται όμως το εξής πρόβλημα. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση, αφορά το ομοταγές του πανεπιστημίου, την ισοτιμία των σπουδών και την αντιστοιχία του αναγνωρισθέντος τίτλου με τους Ελληνικούς τίτλους σπουδών Νομικής. Με δεδομένο όμως ότι η επαγγελματική αναγνώριση αφορά αποκλειστικά την αντιστοιχία του Κοινοτικού τίτλου με τους ελληνικούς τίτλους σπουδών Νομικής (βλ Ολ ΣτΕ 2770, 2771/2011) τότε ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί σε εξετάσεις για την πιστοποίηση της ήδη πιστοποιημένης αντιστοιχίας με επίσημη πράξη ελληνικής Δημόσιας Αρχής. Περαιτέρω τίθεται και ζήτημα ισότητας σε σχέση με τους πτυχιούχους αλλοδαπών μη κοινοτικών ΑΕΙ, που δύνανται να εγγράφονται μόνο με την ακαδημαϊκή αναγνώριση, σύμφωνα με το σχέδιο της επιτροπής αναμόρφωσης του Κώδικα Δικηγόρων, αλλά και με τους ημεδαπούς, αφού η αντιστοιχία έχει ήδη αναγνωρισθεί όπως προαναφέρθηκε.

Στο πρόβλημα αυτό, κατά τη γνώμη μας μπορεί να επιλυθεί ως εξής: ι)Σε περίπτωση ακαδημαϊκής αναγνώρισης οι υποψήφιοι να μην υποβάλλονται σε εξετάσεις ή ιι) Η μη υποβολή σε εξετάσεις αφορά μόνο όσους η ακαδημαϊκή αναγνώριση έγινε κατόπιν εξετάσεων ή μετά από συμπληρωματική φοίτηση σε Ελληνικό ΑΕΙ ή ιιι) Συνεκτιμάται “δεόντως” και η τυχόν ακαδημαϊκή αναγνώριση (με την έννοια που αναφέρεται παραπάνω  στην παρ 2 γ του παρόντος κεφ v) Ορθότερη, κατά την γνώμη μας είναι η τρίτη λύση, με την επιφύλαξη ότι δεν είναι και απολύτως ασφαλής.

η) Τέλος, πρέπει να συνεκτιμάται “δεόντως” (με την έννοια που προαναφέρθηκε) και η χρονική διάρκεια των αμιγώς νομικών σπουδών, προκειμένου να αποτραπεί η de facto εξομοίωση πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών 4ετούς διάρκειας με μονοετής ή διετής νομικές σπουδές (βλ αναλυτικά για το εν λόγω ζήτημα την μειοψηφούσα γνώμη στην Ολ ΣτΕ 2770/2011και την ανωτέρω εισήγηση Σωτ Αθανασίου). Επίσης ενδέχεται να τεθεί ζήτημα ισότητας μεταξύ των Ελλήνων πολιτών, διότι πτυχιούχος πολιτικού τμήματος Νομικής ή οιουδήποτε άλλου τμήματος με ένα η δύο έτη νομικών σπουδών σε κοινοτικό ΑΕΙ θα μπορεί να εγγράφεται ως ασκούμενος Δικηγόρος, ενώ οι πτυχιούχοι των αντίστοιχων τμημάτων πολιτικών ή άλλων επιστημών των Ελληνικών ΑΕΙ χρειάζονται επί πλέον 4 έτη νομικών σπουδών κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων.

VI) Η ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΗ ΕΞΟΜΟΙΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΩΣ ΝΠΔΔ ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΜΕ ΝΠΔΔ ΙΔΡΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ

Το πρόβλημα: α) Όπως είναι σ’ όλους γνωστό πρόσφατα επιχειρήθηκε από κάποιες Τράπεζες η εξομοίωση των Δικηγορικών Συλλόγων με τα λοιπά νπδδ σε ότι αφορά την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν 1611/950.

β) Το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης με έγγραφο του επιχειρεί επίσης να εξομοιώσει τους υπαλλήλους των Δικηγορικών Συλλόγων με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους σε ότι αφορά το ζήτημα της απογραφής τους.

γ) Τέλος το Ελ Συν έχει ήδη διατυπώσει την γνώμη ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, ως ΝΠΔΔ υπάγονται στον έλεγχο του (βλ πρακτικά της 24ης Γεν Συνεδρ της Ολομ Ελ Συν της 24-10-2005, πρακτικά της 13ης Γεν συνεδρ της Ολομ του Ελ Συν της 6ης Μαϊου 1992)

δ) Σύμφωνα όμως με το άρθρο 194 Κώδικα Δικηγόρων οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν δική τους περιουσία και υπόκεινται στις διατάξεις του κοινού (=ιδιωτικού) δικαίου ως προς την απόκτηση δικαιωμάτων, την ανάληψη υποχρεώσεων και την εν γένει διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας τους. Από την σαφέστατη αυτή διάταξη συνάγεται ότι η διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας αυτής (που δεν προέρχεται από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά από τις εισφορές των μελών τους) ανήκει στις ΓΣ και στα ΔΣ των Δικηγορικών Συλλόγων (αρθ 200 β, 201 παρ 1 παρ 4, 235 παρ 1 Κώδικα Δικηγόρων). Οι διατάξεις αυτές του Κώδικα Δικηγόρων είναι ειδικές και κατισχύουν κάθε άλλης διατάξεως που αφορά τα πάσης φύσεως νπδδ και ιδίως όσων έχουν ιδρυματική μορφή. Περαιτέρω, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων του δημοσίου λογιστικού (και συνακόλουθα και του Ελ Συν), των διατάξεων περί του ελέγχου των αποθεματικών των ΝΠΔΔ και την υποχρεωτική κατάθεση τους στην Τράπεζα της Ελλάδας (πρβλ τα εν λόγω ζητήματα Εφ Αθ 5566/2006, ΑΠ 1444/2006 και την υπ αριθμ 23021/20-10-2010 πράξη ανάκλησης εισαγγελικής παραγγελίας σε ΝοΒ 58, 2143 επ).

ε) Περαιτέρω, η απόκτηση δικαιωμάτων και η ανάληψη υποχρεώσεων καταλαμβάνει και τη σύναψη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΔΣ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, το οποίο αποφασίζει ελεύθερα (βλ αρθ 235 παρ 7 Κώδικα Δικηγόρων ).

Συνεπώς δεν έχουν εφαρμογή στους Δικηγορικούς Συλλόγους και οι εν γένει διατάξεις της υπαλληλικής νομοθεσίας σε ότι αφορά τον διορισμό και τις σχέσεις τους με τους υπαλλήλους του (βλ ΑΠ 1444/2006).

2.Ενόψει των ανωτέρω πρέπει στο άρθρο 194 του Κώδικα Δικηγόρων να προστεθεί παράγραφος 2 με την οποία να γίνεται αυθεντική ερμηνεία της παρ 1, προς άρση της ανωτέρω αμφισβήτησης, ως εξής.

“Αρθ 194 Κωδ Δικηγ

παρ 1: Ως έχει

παρ 2: Η αληθής έννοια της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου  είναι ότι δεν έχουν εφαρμογή στους Δικηγορικούς Συλλόγους οι διατάξεις του ν 1611/1950, οι διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού, και υπαγωγής στον έλεγχο του Ελ Συν, οι διατάξεις περί προμηθειών νπδδ, οι διατάξεις εν γένει νομοθεσίας για τους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους, οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν 4046/2012, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που δεν συμβιβάζεται με την σωματειακή μορφή τους σε ότι αφορά τα ουσιαστικά ζητήματα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή”

VII)Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΩΣ “ΑΜΙΣΘΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ (ΑΡΘ 1 ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ)

Προτείνεται να διατηρηθεί και η ιδιότητα του δικηγόρου ως άμισθου δημοσίου υπαλλήλου για τους παρακάτω λόγους

α) Το άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων δεν περιέχει απλώς μια διακηρυκτική – διαπιστωτική αρχή (όπως είναι η έννοια του “λειτουργού”) αλλά έχει κανονιστικό περιεχόμενο, που διαφοροποιεί τους δικηγόρους από τις λοιπές κατηγορίες επαγγελματιών που επίσης επιτελούν λειτούργημα.

β) Το άρθρο αυτό αποτελεί και τον δικαιολογητικό λόγο της υπάρχουσας πρωτοδικειακής οργάνωσης του Δικηγορικού Σώματος, ιδίως σε ότι αφορά την εγγραφή με συγκεκριμένο δικηγορικό Σύλλογο, προκειμένου ο δικηγόρος, θεωρούμενος κατά πλάσμα του νόμου, ως “άμισθος δημόσιος υπάλληλος” να έχει συγκεκριμένη έδρα και αρμοδιότητα (βλ και εισήγηση της Αναστασίας Γιογλή στην Ολομ των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων στα Ιωάννινα 7,8,9/4/2012), και να υπάγεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ως “προϊσταμένη αυτού αρχή” (αρθ 60 Κωδ Δικη)

γ) Τέλος η διατήρηση της ανωτέρω ιδιότητας αποτελεί επαρκή λόγο δημοσίου συμφέροντος για την διατήρηση της απαγόρευσης του άρθρου 63 Α του Κώδικα Δικηγόρων  (βλ κεφ IV  παρ 2 α της παρούσας)

 

Ιωάννινα  10 /7/2012

Σωτήρης Αθανασίου
Υπεύθυνος νομοθετικής
και νομολογιακής τεκμηρίωσης
του ΔΣΙ

Αναστασία Γιογλή
Πρόεδρος ΔΣΙ

 

ΘΕΜΑ: “ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ”

1. Στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για την αναμόρφωση του Κώδικα Δικηγόρων (Δικηγορικοί Σύλλογοι Ιωαννίνων, Λάρισας, Πατρών, Θεσσαλονίκης, Αθηνών) που έγινε στην Λάρισα τον Ιούνιο του 2012, συζητήθηκαν τα παρακάτω ζητήματα:

α) Χρονικοί και ηλικιακοί περιορισμοί εγγραφής στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων Δικηγόρων

β) Επαναδιορισμός Δικηγόρου

γ) Δικηγορία συνταξιούχων

δ) αριθμός έμμισθων δικηγορικών εντολών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

ε) Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων για την εγγραφή πτυχιούχων Νομικής Κοινοτικών ΑΕΙ στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων Δικηγόρων

στ) Η έννοια και η σημασία της σωματειακής μορφής των Δικηγορικών Συλλόγων ως ΝΠΔΔ για ζητήματα που αφορούν την διοίκηση, διαχείρηση και αξιοποίηση της περιουσίας τους, την απόκτηση δικαιωμάτων και την ανάληψη υποχρεώσεων. Αυθεντική ερμηνεία του άρθρου 19 Κ Κωδ Δικηγ.

ζ) Η διατήρηση και της ιδιότητας του Δικηγόρου ως “άμισθου δημοσίου υπαλλήλου”

η) Δημιουργία Β/θμιου  συνδικαλιστικού οργάνου, ειδική πλειοψηφία για τη λήψη δεσμευτικών αποφάσεων της Ολομέλειας των Προέδρων.

θ) Εκλογικό σύστημα ανάδειξης των οργάνων Διοίκησης των Δικηγορικών Συλλόγων (ενιαίο ψηφοδέλτιο, συνδυασμοί).

2. Για τα επτά πρώτα θέματα (α ως και ζ) συμφωνήθηκε να υπάρξει εισήγηση του ΔΣΙ, με βάση όσα συζητήθηκαν, η οποία (εισήγηση) είναι έτοιμη.

3. Υπάρχουν όμως και άλλα “ανοικτά” ζητήματα που αφορούν την αναμόρφωση του Κωδ. Δικηγόρων όπως:

α) Ο ρόλος, φύση και αποστολή του Δικηγόρου (εμπράκτη αναγνώριση της λειτουργηματικής φύσης του Δικηγόρου)

β) Η Πρωτοδικειακή οργάνωση του Δικηγορικού Σώματος

γ) Δικηγορική άσκηση – εξετάσεις

δ) Δικηγορικές αμοιβές – γραμμάτειο προείσπραξης υποχρεωτικών εισφορών

ε) Έργα και αποστολή των Δικηγορικών Συλλόγων. Έννομο συμφέρον για την άσκηση πάσης φύσεως ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων για ζητήματα που άπτονται της αποστολής τους.

στ) Οργάνωση, δομή και λειτουργία Δικηγορικών Συλλόγων. Διασυλλογικές συνεργασίες

ζ) Δικηγορικές εταιρείες και άλλες μορφές συλλογικής άσκησης του Δικηγορικού Λειτουργήματος

η) Αυθεντική ερμηνεία του άρθρου 175 παρ 2 Κωδ Δικηγ

θ) Διανεμητικοί λογαριασμοί

ι) Συμπαράσταση παρ΄ Εφέταις Δικηγόρων στα Ανώτατα Δικαστήρια

ια) Ζητήματα πειθαρχικού δικαίου και πειθαρχικής ευθύνης Δικηγόρων

ιβ) Αστική  ευθύνη Δικηγόρου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του – Υποχρεωτική ασφάλιση επαγγελματικού κινδύνου

ιγ) Ποινική ευθύνη Δικηγόρου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του

ιδ) Έργο και αποστολή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων. Έννομο συμφέρον για την άσκηση πάσης φύσεως ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων για ζητήματα που άπτονται της αποστολής του.

ιε) Οργάνωση, δομή και λειτουργία Ολομέλειας Προέδρων

ιστ) Υποχρεωτική συμμετοχή Δικηγόρων στην σύναψη συμβάσεων και έρευνα τίτλων από συμ/φους

ιζ) Ζητήματα έμμισθης Δικηγορίας

ιη) Ζητήματα ελεύθερης εγκατάστασης κοινοτικών Δικηγόρων

ιθ) Ζητήματα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από κοινοτικούς Δικηγόρους

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μέγεθος Γραμματοσειράς