Είσοδος

09.09.2021

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΚΑΒΑΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Παναγιώτης Σ. Γιαννόπουλος, Λέκτορας Πολιτικής Δικονομίας, Νομική Σχολή Δ.Π.Θ.

 

Υποχρεούνται οι Δικηγόροι Ο.Τ.Α. και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. (επί παγία αντιμισθία αμειβομένων και κατ’ αποκοπήν) [πλην Δημοσίου] στην έκδοση των προβλεπόμενων από το άρθρο 96  ΚΔικ γραμματίων προείσπραξης του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου;

 

Γνωμοδοτικό Σημείωμα

 

 

 

 

1       Προοίμιο – Νομικά ζητήματα

Δεδομένης της ύπαρξης βιβλιογραφικού κενού, μου ζητήθηκε από το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας, η σύνταξη κατ’ ανάθεση βιβλιογραφικής μελέτης – γνωμοδοτικού σημειώματος, αναφορικά με το κατά πόσον υφίσταται υποχρέωση των δικηγόρων ΟΤΑ (και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ.) [πλην των δικαστικών παραστατών του Δημοσίου] προς έκδοση των προβλεπόμενων γραμματίων προείσπραξης του άρθρου 96  ΚΔικ και 8 § 1 Ν. 1882/1990, μετά τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις των άρθρων 5 § 8 Ν. 3919/2011 και 20 § 7 Ν. 3943/2011.

Επί του ερωτήματος αυτού, η γνώμη μου έχει ως ακολούθως:

 

2       Θέσπιση του «Γραμματίου Προείσπραξης» του άρθρου 96  ΚΔικ- νομοθετικός σκοπός και κατ’ ιδίαν νομοθετική ρύθμιση.

 

Η νομοθετική ρύθμιση της υποχρέωσης έκδοσης γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ανατρέχει ήδη στο χρόνο έναρξης της ισχύος του Κώδικος Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954). Υπό την αρχική διατύπωση του άρθρου 96  ΚΔικΔ, προβλέπόταν ειδικότερα η δυνατότητα των κατά τόπους Δικηγορικών Συλλόγων μετά από απόφαση του Δ.Σ. να προβλέπουν την υποχρεωτική προκατάθεση της δικηγορικής αμοιβής επί ποινικών υποθέσεων. Σε εφαρμογή της εν λόγω ρύθμισης εκδόθηκε η με αρ. 93688/22-25.11.1955 απόφαση ΥπΔικ με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση 4912/19.11.1955 απόφαση του Δ.Σ.Α. σύμφωνα με την οποία καθιερωνόταν η υποχρεωτική προείσπραξη των ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών, όπως αυτές ρυθμιζόταν από τα άρθρα 98 επ  ΚΔικ.

Με το άρθρο 1 § 1 ΝΔ 3790/1957 η αρχική ρύθμιση του άρθρου 96  ΚΔικ, διερύνθηκε με την προσθήκη επιπλέον οκτώ παραγράφων μέσω των οποίων ρυθμίσθηκε για πρώτη φορά αναλυτικά σε νομοθετικό επίπεδο η προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής. Το πεδίο εφαρμογής της νέας ρύθμισης καταλάμβανε για πρώτη φορά και ορισμένες αστικές διαφορές (διαφορές της προεδρικής διαδικασίας, υποθέσεις της «επ’ αναφορά» διαδικασίας (εκουσίας δικαιοδοσίας), τα διαζύγια και τις αγωγές ακύρωσης γάμου) [άρθρο 96 § 3  ΚΔικ/1957]. Αντίθετα, εξαιρούταν ρητά οι διαφορές από συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν καθώς και οι διαταγές πληρωμής [άρθρο 96 § 5  ΚΔικ/1957]. Επιπλέον με το άρθρο 96 § 7  ΚΔικ/1957 εξαιρέθηκαν για πρώτη φορά οι δικηγόροι που αμοίβονται κατά το σύστημα της πάγιας αντιμισθίας. Σύμφωνα με το άρθρο 96 § 8  ΚΔικ/1957, απαγορεύθηκε ρητά η παράσταση ενώπιον δικαστηρίου χωρίς την προηγούμενη έκδοση γραμματίου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλεπόταν υποχρεωτικά η έκδοση του με περαιτέρω απειλή πειθαρχικών ευθυνών κατά των παραβατών δικηγόρων.

Ακολούθως με το άρθρο 23 Ν. 723/1977 επήλθαν εκτενείς τροποποιήσεις του άρθρου 96  ΚΔικ/1957, με κυριότερη των οποίων τη γενικεύση της εφαρμογής της προείσπραξης στο σύνολο τωνπολιτικών υποθέσεων [άρθρο 96 § 2  ΚΔικ/1977]. Περιορισμένη εξαίρεση καθιερώθηκε μόνον για τις ανακοπές κατά πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, ενταλμάτων πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, ενταλμάτων προσωπικής κράτησης, επί αιτήσεων παράτασης προθεσμίας επί υποθέσεων  συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν, υποθέσεις μικορδιαφορών και τέλος για τη διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρο 96 § 4  ΚΔικ/1977]. Διατηρήθηκε η εξαίρεση για τους απασχολούμενους επί παγία αντιμισθία δικηγόρους [άρθρο 96 § 5 στ. γ’  ΚΔικ/1977], με πρόβλεψη ότι στην τελευταία περίπτωση καταβάλλεται από τον επί αντιμισθία απασχολούμενο δικηγόρο ποσό ίσο προς το 1% επι του συνόλου των καταβαλλομένων, πάσης φύσεως, μηνιαίων αποδοχών, εφόσον οι τελευταίες υπερέβαιναν τις 8.000 δρχ/μήνα. Το ποσοστό αυτό παρακρατούταν από τον εντολέα του δικηγόρου και αποδιδόνταν στο ΚΕΑΔ.

Με το άρθρο 96 § 8  ΚΔικ/1977 ρυθμίσθηκε επιπλέον ακόμη η κατανομή των παρακρατούμενων ποσών,  προβλέποντας ότι εκ της προεισπραττομένης αμοιβής ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος παρακρατεί ποσοστό 10%, εκ του οποίου ποσοστό 1% προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών προσεισπράξεως (προκειμένου για Συλλόγους με λιγότερα από 50 μέλη, 2 %),  4% αποδίδεται στο ΚΕΑΔ  και 5% αποδίδεται στο το οικείο Ταμείο Προνοίας.

Η τροποποίηση του άρθρου 23 Ν. 723/1977 συμπληρώθηκε σύντομα με το άρθρο 7 Ν. 950/1979 με το οποίο διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογης του άρθρου 96  ΚΔικ, ώστε να συμπεριλάβει και τις παραστάσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια και τις παραστάσεις ενώπιον «πάσης  άλλης  αρχής ή εξαιρετικής δικαιοδοσίας».

Το άρθρο 96  ΚΔικ, τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 13 Ν. 1093/1980 με το οποίο: α) καταργήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 96 § 5 στ. γ’  ΚΔικ/1977, παράκράτηση 1 % επί του ύψους των αποδοχών των επί αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων. Εφεξής προβλέφθηκε ότι ο εντολέας των επί αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων θα υποχρεούται να καταβάλλει μόνον το προβλεπόμενο από το άρθρο 96 § 8  ΚΔικ/1980 παρακρατούμενο ποσοστό επί της δικηγορικής αμοιβής, β) τροποποιήθηκε επί το αυστηρότερο η προβλεπόμενη κύρωση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς στην υποχρέωση έκδοσης γραμματίου προείσπραξης με την θέσπιση πέραν των πειθαρχικών ευθυνών του υπόχρεου δικηγόρου και πλασματικής ερημοδικίας του εντολέα διαδίκου.

Ο νομοθέτης επανήλθε με το άρθρο 2 § 1 Ν. 1649/1986 αντικαθιστώντας εξ ολοκλήρου το άρθρο 96  ΚΔικ. Οι βασικές καινοτομίες της νέας ρύθμισης ήταν οι ακόλουθες: (α) Προβλέφθηκε για πρώτη φορά η απαλλαγή του Ελληνικού Δημοσίου από την προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής [96 § 5 στ. γ’  ΚΔικ/1986], (β) ανακατανεμήθηκε το ποσοστό της παρακρατούμενης αμοιβής με αύξηση του προβλεπόμενου πόρου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου σε 2% και διάθεση του υπόλοιπου  στον  Κλάδο  Επικουρικής  Ασφάλισης  του  Ταμείου  Νομικών (3%) και στο οικείο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων (5%).

Η εν λόγω ρύθμιση συμπληρώθηκε με τη δημοσιονομικού περιεχομένου ρύθμιση του άρθρου 8 § 1 Ν.1882/1990 με την οποία απαγορεύθηκε στις γραμματείες των δικαστηρίων η παραλαβή δικογράφων εφόσον δεν επισυνάπτοντο σ’ αυτά τα αντίτυπα των αποδείξεων της προείσπραξης.

Με τις τροποποιήσεις των Ν. 1093/1980, 1649/1986 και 1882/1990 η λειτουργία της προείσπραξης διαπιστώνεται εν μέρει η μεταστροφή των μεταβολή των νομοθετικών σταθμίσεων που υπηρετεί το μέτρο από την πρόνοια υπέρ των δικηγόρων αποβλέποντας στην εμπέδωση στην κοινή γνώμη της πεποίθησης ότι η καταβολή της αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες αποτελεί υποχρέωση των διαδίκων, αποβλέποντας περαιτέρω στην ανύδωση του δικηγορικού λειτουργήματος και την αποφυγή διενέξεων μεταξύ δικηγόρων και εντολέων [Ι. Λάζος, Ο θεσμός της προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής, ΑρχΝ 1982.5 επ: 7].

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην από 1.12.1981 Ανακοίνωση του ΔΣΑ [ΝοΒ 1981.1628] «Ο σκοπός των διατάξεων αυτών του Κώδικα Δικηγόροων είναι φανερός: Είναι  η  εξασφάλιση ελάχιστου ορίου αμοιβής τωνδ ικηγόρων, όπως για όλους τους εργαζομένους, σύμφωνα άλλωστε και με το άρθρ. 22 του Συντάγματος που αναγνωρίζει σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα της εργασίας, αλλά και της αμοιβής τους. Παράλληλα όμως αποτρέπει τον αθέμιτο ανταγωνισμό και εξασφαλίζει το κύρος του Δικηγορικού Σώματος και την αξιοπρεπή άσκηση του Δικηγορικού λειτουργήματος που έχει άμεση επιρροή στην λειτουργία της Δικαιοσύνης της οποίας οι Δικηγόροι είναι άμισθοι βοηθοί και λειτουργοί».

Αντίθετα, μετά τις τροποποιήσεις των Ν. 1093/1980, 1649/1986 και 1882/1990 (κυρίως των δύο τελευταίων νομοθετημάτων), η ρύθμιση του γραμματίου προείσπραξης εμφανίζεται να υπηρετεί προεχόντως δημοσιονομικές σταθμίσεις, αποβλέποντας κατά κύριο λόγο στη «σύλληψη» φορολογητέας ύλης μέσω της θέσπισης ελάχιστων αμοιβών προεχόντως για φορολογική χρήση. Η μεταστροφή αυτή σε συνδυασμό με την τροποποίηση επί το αυστηρότερο των κυρώσεων των παραβάσεων του άρθρου 96  ΚΔικ, πάρεσχε το έρεισμα για τη διατύπωση ισχυρών προβληματισμών αναφορικά με τη συμβατότητα της ρύθμισης προς στο άρθρο 20 Σ. στο βαθμό που η θεσπιζόμενη πλασματική ερημοδικία του διαδίκου θα μπορούσε να απολήξει στην έγερση «φραγμού» εκ των εξόδων για τους περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων διαδίκους. Ήδη το ΣτΕ με τις αποφάσεις 3261-3264/1981 [……..] έκρινε την εισαχθείσα με το άρθρο 13 § 1 Ν. 1093/1980 ρύθμιση του άρθρου 96 § 5  ΚΔικ, πλασματική ερημοδικία του διαδίκου, ως αντίθετη στο άρθρο 20 Σ, ερμηνευτική λύση η οποία δεν έγινε αναντίλεκτα δεκτή [Βλ. και Ανακοίνωση Δ.Σ.Α. 1.12.1981, ΝοΒ 1981.1628∙ πρβλ. και Κ. Μπέη, Η προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής, Ελευθεροτυπία 3.12.1981, αναδ. σε www.kostasbeys.gr], ακολουθήθηκε από επί σειρά ετών διακυμάνσεις της νομολογίας [υπέρ της συνταγματικότητας της κύρωσης, ΑΠ 1601/1992 ΕλλΔνη 1994.115∙ και κατ’ αποτέλεσμα: ΕφΑθ 1292/1988 ΕλλΔνη 1989.632∙ ΕφΑθ 12246/1990 ΝοΒ 1991.766∙ ΕφΑθ 12135/1990 ΕλλΔνη 1991.1642∙ ΕφΘεσ 619/1995 Αρμ 1995.1444∙ υπέρ της απαγγελίας της αντισυνταγματικότητας της κύρωσης του άρθρου 96 § 5  ΚΔικ: ΣτΕ 1756/1990 ΕλλΔνη 1991.653∙ ΣτΕ 456/1993 ΔΔίκη 1994.566∙ υπέρ της αντισυνταγματικότητας της κύρωσης του άρθρου 8 § 1 Ν. 1882/1990: ΟλΣτΕ 16/1990 ΔΕΝ 1993.4], μέχρι την οριστική επίλυση της με την υπ’ αρ. 33/1995 απόφαση του ΑΕΔ [Αρμ 1995.946∙ έκτοτε παγίως υπέρ της αντισυνταγματικότητας των άρθρων 96 § 5  ΚΔικ και 8 § 1 Ν. 1882/1990: ΑΠ 1873/2009 ΝΟΜΟΣ∙ ΑΠ 1874/2009 ΝΟΜΟΣ∙ ΕφΑθ 3106/2001 ΕλλΔνη 2002.504]. Όπως εύστοχα παρατηρείται πάντως [Μπέης, ό.π. 1981] η κατάφαση της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 96 § 1  ΚΔικ, περιορίζεται μόνον στην απαγγελία της πλασματικής ερημοδικίας του διαδίκου σε περίπτωση παράβασης της και όχι στο μέτρο καθεαυτό. Η ερμηνευτική λύση αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από το ΣτΕ [1921/2009 ΝΟΜΟΣ], όπου απορρίφθηκε ισχυρισμός για την αντισυνταγματικότητα του συστήματος προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής κατά το άρθρο 96 § 5  ΚΔικ, εδραζόμενος στο επιχείρημα ότι παρακράτηση 10 % επί της δικηγορικής αμοιβής των δικηγόρων που ασχολούνται σε δικαστηριακές εργασίες, εισάγει άνιση μεταχείριση των έναντι των δικηγόρων που ασχολούνται σε εξωδικαστηριακές εργασίες στις οποίες δεν προβλέπεται η έκδοση ανάλογου γραμματίου.

Ο δημοσιονομικός χαρακτήρας της ρύθμισης του γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής ενισχύθηκε περαιτέρω με τις επόμενες τροποποιήσεις του άρθρου 5 § 11 Ν. 2408/1996 με την οποία ρυθμίσθηκε λεπτομερέστερα η πειθαρχική ευθύνη του δικηγόρου που παραβιάζει την υποχρέωση προσκομιδής του γραμματίου προείσπραξης, του άρθρου 3 § 13 Ν. 2479/1997 με την οποία προβλέφθηκε υπηρεσιακή υποχρέωση των υπαλλήλων της γραμματίας των δικαστηρίων να αποστέλλουν κατάσταση των δικηγόρων που παραστάθηκαν σε δικαστήριο χωρίς να προσκομίσουν γραμμάτιο προείσπραξης.

Τέλος, με το άρθρο 18 § 1 Ν. 3226/2004 αυξήθηκε το ποσοστό της παρακράτησης από 10 σε 12 % προκειμένου για τους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

Η νομοθετική ρύθμιση του γραμματίου προείσπραξης αναθεωρήθηκε ριζικά με το άρθρο 5 § 8 Ν. 3919/2011. Η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 96  ΚΔικ/2011 προβλέπει πλέον τα επόμενα: «1. Ο Δικηγόρος για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και ενώπιον δικαστών υπό την ιδιότητα τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών, και εν γένει για την παροχή υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και τη διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή εκδόσεως δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ορισμένο ποσοστό επί «ποσού αναφοράς» ίσο με το μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος παρακρατούμενο από την προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής και προοριζόμενο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στο οικείο Ταμείο Προνοίας και τους διαδόχους αυτού φορείς, εφόσον κατά νόμο προβλέπεται τέτοιος πόρος και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (ΦΕΚ 109 Α`). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσδιορίζονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, τα κατά περίπτωση αποδιδόμενα ποσοστά, καθώς και το συνολικό ποσοστό επί «ποσού αναφοράς» που υποχρεούται ο Δικηγόρος να προκαταβάλλει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ή ματαίωσης της δίκης, η προκαταβολή αναζητείται από τον Δικηγόρο που προέβη σε αυτήν. Αλλως, η προκαταβολή ισχύει για τη νέα συζήτηση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, καθορίζεται το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής «ποσό αναφοράς» για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση του Δικηγόρου και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Η απόφαση μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης. Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ως «ποσό αναφοράς», κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας διάταξης, νοείται το ποσό που ορίζεται στην κ.υ.α. υπ` αριθμ. 1117864/2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β`) για την αντίστοιχη διαδικαστική πράξη ή παράσταση Δικηγόρου. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά, τα οποία είναι εφαρμοστέα επί των «ποσών αναφοράς», που ορίζονται στα τρία πρώτα εδάφια της προηγούμενης παραγράφου. Το διάταγμα αυτό μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να αντικαθίσταται το ως άνω σύστημα των ποσοστών επί ποσών αναφοράς με καθοριζόμενα προκαταβαλλόμενα πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη ή παράσταση Δικηγόρου. 3. Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οιΔικηγόροι, όταν εκπροσωπούν: α) διαδίκους που αναγνωρίζονται ως «πένητες», σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν. 3326/2004. β) διαδίκους που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 175 παρ. 2 και 201 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα. γ) το Ελληνικό Δημόσιο και δ) διαδίκους που αμείβουν τον Δικηγόρο τους με πάγια αντιμισθία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1 βαρύνει τον διάδικο, για την καταβολή όμως του ποσού αυτής ευθύνεται εις ολόκληρον και ο Δικηγόρος. Η συνδρομή των περιπτώσεων β`, γ` και δ` αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου. 4. Αναφορικά με την εκπλήρωση της υποχρεώσεως προκαταβολής της παραγράφου 1, ο Δικηγόρος που παρίσταται υποχρεούται να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής του ποσού αυτής. Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1, υποχρεούται να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, τα παραπάνω όρια του ύψους του προστίμου μπορούν να αναπροσαρμόζονται. Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εισπράττονται δε κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 παράγραφος 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται στο τέλος κάθε μηνός να αποστέλλουν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας.»

 

Η ρύθμιση αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 § 7 Ν. 3943/2011 με το οποίο προστέθηκε στο άρθρο 52 Κ.Φ.Ε. 5η παράγραφος, σύμφωνα με την οποία   «5.α) Επί των δικηγορικών αμοιβών οφείλεται προκαταβολή φόρου 15% με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 58. Ο τρόπος, η διαδικασία, ο χρόνος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια υπολογισμού και απόδοσης του φόρου αυτού καθορίζεται με την απόφαση που εκδίδεται κατ` εξουσιοδότηση της υποπαραγράφου ζ` της παρούσας παραγράφου. Δεν υπολογίζεται προκαταβλητέος φόρος επί των αμοιβών για παραστάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται με τον εντολέα τους με σύμβαση έμμισθης εντολής και αμείβονται με πάγια αντιμισθία. β) Ομοίως, δεν υπολογίζεται και δεν αποδίδεται προκαταβλητέος φόρος στις περιπτώσεις που ενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58. γ) Κάθε δικηγορικός σύλλογος ή ταμείο συνεργασίας ή διανεμητικός λογαριασμός οποιασδήποτε νομικής μορφής υποχρεούται να παρακρατεί φόρο εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί οποιουδήποτε ποσού καταβάλλει ως μέρισμα σε δικηγόρο. δ) Αν με την έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής για την παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών η αμοιβή ή το ύψος της συναρτάται με το αποτέλεσμα των δικηγορικών υπηρεσιών ή της δίκης, κατά την απόδοση του προκαταβλητέου φόρου υποβάλλονται και τα στοιχεία που αποδεικνύουν το ύψος της αμοιβής, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται κατ` εξουσιοδότηση της κατωτέρω υποπαραγράφου ή ε) Μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους ο δικηγόρος υποχρεούται να υποβάλλει στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της περιφέρειας όπου βρίσκεται η επαγγελματική του έδρα, κατάσταση των έγγραφων συμφωνιών που έχει συνάψει με τους εντολείς του. κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, ο Α.Φ.Μ. του κάθε εντολέα του, η δικηγορική υπηρεσία που παρασχέθηκε και η συμφωνηθείσα αμοιβή. στ) Οι δικηγορικοί σύλλογοι υποχρεούνται να υποβάλουν στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία της περιφέρειας όπου βρίσκεται η επαγγελματική του έδρα μέχρι την 20ή ημέρα του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας, κατάσταση των γραμματίων προκαταβολής ανά δικηγόρο, κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο στην οποία αναγράφονται το ονοματεπώνυμο του κάθε εντολέα του καθώς, η δικηγορική υπηρεσία την οποία αφορά η προκαταβολή και το ποσό αναφοράς επί του οποίου υπολογίστηκε αυτή. Την ευθύνη για την υποβολή αυτή φέρει ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου. ζ) Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο, ο τρόπος υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φόρου και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων και το περιεχόμενο αυτών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής».

Κατά το άρθρο 20 § 7 στ. β’ Ν. 3943/2011 η ισχύς της τελευταίας ρύθμισης τίθεται σε εφαρμογή από 1.7.2011.

Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3919 η ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος έκδοσης των γραμματίων προείσπραξης συναρτάται με την κατάργηση των «ελάχιστων νόμιμων αμοιβών» [άρθρο 5 § 6 Ν. 3919/2011] η οποία αποβλέπει κατά την ίδια πηγή στη «στη διατήρηση σε λογικά επίπεδα του κόστους παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, στις περιπτώσεις καταβολής για αυτές «νόμιμης αμοιβής», όταν η νόμιμη αμοιβή είναι αναλογική και υπολογίζεται ποσοστιαίως επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, με την αποτροπή της ανόδου αυτής σε υπερ- βολικά μεγάλο ύψος κατ’ ακολουθίαν του ότι η αξία του αντικειμένου της δίκης είναι πολύ μεγάλη, πράγμα που συμβαίνει όταν προβλέπεται για τον υπολογισμό της νόμιμης αμοιβής ένα ενιαίο ποσοστό, αδιαφόρως της αξίας του αντικειμένου της δίκης» [ΑιτΕκθ Ν. 3919/2011, σ. 6 διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, www.hellenicparliament.gr ].

Ως προς την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 96  ΚΔικ/2011 επισημαίνονται περαιτέρω στην ΑιτΕκθ Ν. 3919/2011 [σ. 6-7] τα ακόλουθα: «Με την παράγραφο 8 του προτεινόμενου άρθρου 5, καταργείται ο θεσμός της υποχρεωτικής προείσπραξης της αμοιβής των δικηγόρων μέσω του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, που συνάπτεται απολύτως προς τον, ωσαύτως, καταργούμενο θεσμό των υποχρεωτικώς ελαχίστων αμοιβών. Όμως, λαμβάνεται πλήρης πρόνοια για την διασφάλιση των πόρων των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ασφαλιστικών Ταμείων, που παρεκρατούντο από την προ- εισπραττόμενη δικηγορική αμοιβή, με την θέσπιση ενός νέου καθεστώτος προκαταβολής από τους δικηγόρους ως εισφορών ποσοστών επί «ποσών αναφοράς», που αντιπροσωπεύουν ισομεγέθεις με τους σήμερα ισχύοντες πόρους των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ασφαλιστικών Ταμείων. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι εφεξής οι δικηγόροι για τις παραστάσεις τους ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών ασκούντων δικαιοδοτικά καθήκοντα στα πλαίσια διαδικασιών που προβλέπονται από δικονομικούς νόμους και εν γένει για την παροχή υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, υποχρεούνται σε προκαταβολή στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ποσών εισφορών, που ως απόλυτο χρηματικό μέγεθος συνιστούν έκφραση ποσοστού επί «ποσών αναφοράς». Κατά την έναρξη ισχύος του προτεινομένου νόμου, τόσο τα ως άνω προβλεπόμενα ποσοστά επί «ποσών αναφοράς», όσο και αυτά τα «ποσά αναφοράς», διατηρούνται ως μεγέθη αμετάβλητα και παρέχεται εξουσιοδότηση, προκειμένου οι Υπουργοί Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με κοινή διαπιστωτι κή απόφασή τους να προσδιορίσουν σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, τα κατά περίπτωση αποδιδόμενα ποσοστά, καθώς και το συνολικό ποσοστό επί ποσού αναφοράς που υποχρεούται ο δικηγόρος να προκαταβάλλει. Έτσι, με την συντελούμενη μεταβολή στο νομικό καθεστώς των δικηγορικών αμοιβών, ουδεμία απομείωση των πόρων των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ασφαλιστικών Ταμείων επέρχεται από τις εφεξής προκαταβαλλόμενες υπέρ αυτών εισφορές. Με το πρώτο εδάφιο της προτεινόμενης παραγράφου 1 του νέου άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, το οποίο τίθεται σε αντικατάσταση του ισχύοντος, με την παρά- γραφο 8 του άρθρου 5 του προτεινομένου σχεδίου νόμου, εισάγεται το νέο νομικό καθεστώς των υποχρεωτικών προκαταβολών από δικηγόρους ποσοστών επί «ποσών αναφοράς», ως εισφορών, ρητώς δε ορίζεται στο τέταρτο εδάφιο ότι ως «ποσοστά αναφοράς» κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής νοούνται τα ποσά που ορίζονται στην προαναφερθείσα κ.υ.α. της 7.12.2007 ως υποχρεωτική ελάχιστη αμοιβή για τις αντίστοιχες παραστάσεις δικηγόρων σε δικαστήρια και διαδικαστικές ενέργειες. Με το τρίτο εδάφιο, που θέτει πάγιο δίκαιο, παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για τον καθορισμό του «ποσού αναφοράς» για κάθε παράσταση δικηγόρου ή διαδικαστική ενέργεια και για τη ρύθμιση κάθε αναγκαίας λεπτομέ- ρειας για την εφαρμογή της παρ.1. Με την παράγραφο 2 του προτεινομένου νέου άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς έκδοση προεδρικού διατάγματος με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά γνώμη της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, με το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 ως εφαρμοστέα επί «ποσών αναφοράς» και συνιστούν, ως εισφορές των δικηγόρων, τους πόρους των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ασφαλιστικών Ταμείων. Με τις παραγράφους 3 και 4 του προτεινομένου νέου άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων διατηρούνται στην ου- σία τους οι ρυθμίσεις των διατάξεων των ισχυουσών παραγράφων 5 και 6 του αντικαθιστάμενου άρθρου 96, με την διαφορά όμως ότι εφεξής δεν γίνεται αναφορά στην υποχρεωτική προείσπραξη αλλά στην υποχρεωτική προκαταβολή. Επισημαίνεται ότι η κατάργηση της υποχρεωτικής προεισπράξεως των δικηγορικών αμοιβών που θεσπίζεται με τις προηγούμενες διατάξεις δεν επιφέρει καμία μείωση στα έσοδα των Δικηγορικών Συλλόγων και των Ασφαλιστικών Ταμείων, τα οποία παραμένουν απολύτως στα ισχύοντα σήμερα επίπεδα. Με την παράγραφο 9 του προτεινομένου άρθρου 5 αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 96Α του Κώδικα Δικηγόρων και τίθεται νέα ρύθ μιση σε εναρμόνιση προς εκείνη της παρ. 8 του προτεινομένου άρθρου 5, που αντικαθιστά το άρθρο 96 του Κώ- δικα Δικηγόρων. Σύμφωνα με αυτή τη ρύθμιση, επί υπάρξεως σε Δικηγορικό Σύλλογο ιδιαιτέρου διανεμητικού λογαριασμού, το κατά το επόμενο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 96α του Κώδικα Δικηγόρων –το οποίο παραμένει ως έχει σε ισχύ- ποσοστό, ως πόρος του λογαριασμού τούτου, υπολογίζεται εφεξής επί «ποσοστού αναφο- ράς», όπως αυτό ορίζεται στην παρ. 1 του νέου άρθρου 96 του Κώδικα Δικηγόρων, που εφαρμόζεται εν προκει- μένω αναλόγως. Προκαταβάλλεται δε από το δικηγόρο μαζί με το προκαταβαλλόμενο σύμφωνα με την παρ. 1 του νέου άρθρου 96 ποσοστό επί του εκάστοτε «ποσού αναφοράς».

 

Υπό την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 96  ΚΔικ/2011, η λειτουργία του γραμματίου, όπως και οι «ενδεικτικές» αμοιβές περιορίζεται αποκλειστικά στον υπολογισμό του ύψους των καταβαλλόμενων σύμφωνα με το άρθρο 96 § 1  ΚΔικ/2011 χωρίς πάντως οι αρχές που διείπαν το σύστημα έκδοσης και χρήσης του γραμματίου προείσπραξης να διαφοροποιούνται. Αντίθετα, για πρώτη φορά θεσπίζεται γενικευμένη εις ολόκληρον ευθύνη των εντολέων των επί παγία αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων για την απόδοση του παρακρατούμενου ποσού επί των «αμοιβών αναφοράς». Παράλληλα ενισχύεται και η πειθαρχική ευθύνη των δικηγόρων που δε συμμορφώνονται στη νέα ρύθμιση (με την πρόβλεψη αυξημένων προστίμων και αυστηρότερων πειθαρχικών ποινών). Αν και η φραστική διατύπωση του άρθρου 96 § 3  ΚΔικ/2011 θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση ως προς στην υποχρέωση των επί παγία αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων, εντούτοις η ερμηνευτική θέση αυτή στερείται ερείσματος από τη σαφή αντιδιαστολή μεταξύ των περιπτώσεων α’ – γ’ του άρθρου 96 § 3  ΚΔικ/2011 προς στην περίπτωση δ’ όπου και ρυθμίζεται η «εξαίρεση» για τους επί παγία αντιμισθία δικηγόρους. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ευχερώς ότι ενώ για τους διαδίκους που απολαμβάνουν του ευεργετήματος της πενίας ή εμπίπτουν στις περιπτώσεις των άρθρων 175 § 2 και 201 § 6  ΚΔικ/2011 καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο, η εξαίρεση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους από την υποχρέωση προκαταβολής των εισφορών του άρθρου 96 § 1  ΚΔικ διατυπώνεται χωρίς περαιτέρω όρους, στην περίπτωση των επί παγία αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων – αντίθετα- προβλέπεται ρητά η υποχρέωση του εντολέα του δικηγόρου προς καταβολή των σχετικών ποσών σε συνδυασμό μάλιστα και με την εις ολόκληρον ευθύνη του πληρεξουσίου δικηγόρου. Υπό τη διατύπωση αυτή επομένως είναι προφανές ότι η ισχύουσα ρύθμιση, παρά το γεγονός ότι εντάσσει τύποις τους επί παγία αντιμισθία απασχολούμενους δικηγόρους στις εξαιρέσεις από την υποχρέωση προκαταβολής των εισφορών του άρθρου 96 § 1  ΚΔικ/2011, επί της ουσίας ουδεμία απόκλιση εισάγουν πέραν της διεύρυνσης των υπόχρεων, καταλαβάνοντας εκτός από τον πληρεξούσιο δικηγόρο και τον εντολέα του.

Η κατανόηση της υφιστάμενης διατύπωσης του άρθρου 96 § 3  ΚΔικ/2011 διευκολύνεται άλλωστε από την αναδρομή στη διατύπωση του αντίστοιχου άρθρου 96 § 5  ΚΔικ/1996, υπό το οποίο παρίστατο σαφέστερο ότι η προβλεπόμενη απαλλαγή στην περίπτωση των επί παγία αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων αναφερόταν στο πρόσωπο των ιδίων, με μετάθεση της σχετικής οικονομικής υποχρέωσης στο πρόσωπο των εντολέων τους.

Άλλωστε υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορεί αφενός η σαφώς εκφρασθείσα νομοθετική βούληση στην ΑιτΕκθ Ν. 3919/2011 ότι μέσω της νέας ρύθμισης δεν επιχειρείται η μείωση των πόρων των Δικηγορικών Συλλόγων [ΑιτΕκθ Ν. 3919/2011, ό.π. σ. 6-7], αλλά και από τη φορολογική αντιμετώπιση των εισφορών που προκαταβάλλονται από τους άμισθους δικηγόρους ως δαπάνη, εκπιπτόμενη από την ακαθάριστη αμοιβή [βλ. Πολ 1026/26.1.2012, ΝΟΜΟΣ].

Υπό το πρίσμα της επιχειρηθείσης αναδρομής επομένως ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία αναφορικά με την κατάφαση της υποχρέωσης των επί παγία αντιμισθία απασχολούμενων δικηγόρων προς προκαταβολή των προβλεπόμενων στο άρθρο 96 § 1  ΚΔικ/2011 εισφορών, οσάκις προβαίνουν σε παράσταση για λογαριασμό του εντολέα τους ενώπιον δικαστηρίου.

Διευρευνητέο είναι μόνον, υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το κατά πόσον η ρύθμιση του άρθρου 96 § 3 στ. δ’  ΚΔικ/2011, αναφερόμενη στους επί παγία αντιμισθία παρέχοντες τις υπηρεσίες τους δικηγόρους, καταλαμβάνει αδιακρίτως τόσο τους παρέχοντες τις υπηρεσίες τους σε φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα όσο και τους παρέχοντες τις υπηρεσίες τους προς εντολείς του δημοσίου τομέα και ιδίως τους εκπροσωπούντες ΝΠΔΔ και ΟΤΑ και περαιτέρω, κατά πόσον η εξαίρεση του Ελληνικού Δημοσίου από τους υπόχρεους προς προκαταβολή των εισφορών του άρθρου 96 § 1  ΚΔικ/2011 δύναται να διευρυνθεί ερμηνευτικά ώστε να καταλαμβάνει και τους ιδιώτες δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς στα νομικά πρόσωπα αυτά κατ’ αποκοπήν και όχι επί παγία αντιμισθία.

Οι σχετικοί προβληματισμοί αναπτύσσονται στην επόμενη παράγραφο.

 

3       Απασχόληση δικηγόρου σε ν.π.δ.δ. ή ΟΤΑ. είτε επί παγία αντιμισθία είτε με το σύστημα της κατ’ αποκοπήν αμοιβής.

 

Σύμφωνα με τα άρθρα 63 § 1, 3, 4 και 5  ΚΔικ/2011 κατ’ απόκλιση της γενικής απαγόρευσης της παροχής έμμισθης υπηρεσίας από δικηγόρο, επιτρέπεται η παροχή των σχετικών υπηρεσιών υπό τη μορφή παγίας ή μηνιαίας αντιμισθίας, υποχρεωτικώς αορίστου χρόνου. Η εν λόγω σύμβαση γίνεται παγίως δεκτό ότι έχει το χαρακτήρα σύμβασης έμμισθης εντολής […..], ρυθμιζόμενη περαιτέρω συμπληρωματικά και από τις διατάξεις του  ΚΔικ/2011 με τη θέσπιση περαιτέρω περιορισμών, χάριν προσαρμογής στις ιδιαιτερότητες του δικηγορικού λειτουργήματος. Κατ’ ακολουθίαν π.χ. η σύμβαση παροχής υπηρεσιών επί παγία αντιμισθία δεν μπορεί να καταρτισθεί ως ορισμένου χρόνου [63 § 5  ΚΔικ/2011], απαγορεύεται ρητώς η παροχή υπηρεσιών μέσω σύμβασης παγίας αντιμισθίας σε πλείονες εντολείς [63 Α § 1  ΚΔικ], ανεξάρτητα από την ιδιότητα του εντολέα ως ν.π.ι.δ. ή ν.π.δ.δ., τέλος δε απαγορεύεται σε δικηγόρους στους οποίους συντρέχουν μια σειρά από κωλύματα είτε λόγω λοιπών ιδιοτήτων τους [63 Α § 2  ΚΔικ/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 62 §§ 2-3  ΚΔικ/2011] ή λόγω ηλικίας [63 Α § 4  ΚΔικ/2011] η παροχή υπηρεσίων με βάση σύμβαση παγίας αντιμισθίας επί ποινή αστικής και φορολογικής ακυρότητας των σχετικών συμβάσεων [63 Α §§ 10 και 11  ΚΔικ/2011 αντίστοιχα], αλλά και ποινικών κυρώσεων [63 Α § 9  ΚΔικ/2011].

Ειδικά για τις προσλήψεις δικηγόρων με πάγια αντιμισθία ή αποκλειστική/συστηματική ανάθεση υποθέσεων με πάγια αμοιβή από ν.π.δ.δ. του δημοσίου τομέα προβλέπεται η υποχρεωτική επιλογή ύστερα από προκήρυξη και επιλογή από πεντεμελή επιστροπή της οποίας προϊσταται Πρόεδρος Πρωτοδικών [άρθρο 11 Ν. 1649/1986].

Πέραν της διαφοροποίησης της διαδικασίας κατάρτισης της σύμβασης, ο  ΚΔικ/2011 ή τα συναφή ειδικά νομοθετήματα δεν εισάγουν αξιοσημείωτες αποκλίσεις ως προς στην αντιμετώπιση των επί παγία αντιμισθία δικηγόρων.

Π.χ. χαρακτηριστική περίπτωση της ενιαίας κατά τα λοιπά αντιμετώπισης του νομοθέτη, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του εντολέα ως νπδδ ή ή νπιδ, προς στη ρύθμιση της καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άρθρο 24 § 2  ΚΔικ/2011 υπό το οποίο εισάγεται η ενιαία ρύθμίση του θέματος.

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 281 Ν. 3463/2006 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο  36 § 7 Ν. 3801/2009 «1. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, που διορίζονται από Δήμο ή Κοινότητα  αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων που ισχύουν  κάθε φορά. Η αμοιβή τους μπορεί να ελαττωθεί, με απόφαση του δικαστηρίου που  δικάζει πίνακα αμοιβών τους έως το πενήντα τοις εκατό (50%) των κατώτατων  ορίων που ορίζονται στον Κώδικα, ύστερα από εκτίμηση της οικονομικής  κατάστασης του Δήμου ή της Κοινότητας που έχει διορίσει το δικηγόρο.  2. Τα δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν το ποσό της δικαστικής δαπάνης που  επιδικάζεται σε βάρος ή υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, σε ποσό που φθάνει έως το  πενήντα τοις εκατό (50%) των κατώτατων ορίων που ορίζονται από τον Κώδικα  περί Δικηγόρων.  3. Για την εξώδικη ή δικαστική αντιμετώπιση νομικών ζητημάτων, τα οποία  έχουν ιδιαίτερη σημασία ή σπουδαιότητα και απαιτούν εξειδικευμένη νομική  γνώση ή εμπειρία, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου κατά παρέκκλιση των προηγούμενων παραγράφων. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών τους». Στο πλαίσιο της νομολογιακής εφαρμογής της προκείμενης ρύθμισης έχει γίνει δεκτό ότι η εφαρμοζόμενη δυνάμει της ανωτέρω ρύθμισης δικηγορική αμοιβή δεν μπορεί να υπολείεται των ελάχιστων ορίων που προβλέπονται από τον  ΚΔικ/2011 [ΕλΣ 101/2010 ΝΟΜΟΣ∙ ΕλΣ 128/2010 ΝΟΜΟΣ∙ ΕλΣ 131/2010 ΝΟΜΟΣ∙ ΕλΣ 143/2010 ΝΟΜΟΣ∙ ΕιρΘεσ  5316/2006 Αρμ 2006.1515].

Επιπλέον σύμφωνα με το άρθρο 24 § 5 Ν. 3086/2002 που ρυθμίζει τη διαδικασία πρόσληψης δικηγόρων του Δημοσίου, «Η αμοιβή των δικηγόρων του Δημοσίου διέπεται από τις διατάξεις του ν.δ.  3026 της 6/8 Οκτωβρίου 1954 “Περί του Κώδικος των Δικηγόρων”, όπως κάθε φορά  ισχύουν,και καθορίζεται στο διπλάσιο του ελάχιστου ορίου από εκείνο που προβλέπεται από αυτές για κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια. Σε δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, για τις οποίες από διατάξεις του Κώδικα η αμοιβή ορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης, οι δικηγόροι του Δημοσίου αμείβονται με το διπλάσιο του ελάχιστου ορίου, που ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 100 παράγραφος4,107 παράγραφος 1 εδάφιο 2 και 110  παράγραφος 1 του πιο πάνω Κώδικα στην πρώτη περίπτωση και από το άρθρο 161 παράγραφος 4 στη δεύτερη περίmωση. Οι αμοιβές αυτές μπορούν κατά την εκκαθάρισή τους είτε να μειωθούν μέχρι του ελάχιστου ορίου, που προβλέπουν οι διατάξεις του παραπάνω Κώδικα,όταν πρόκειται για χειρισμό μεγάλου αριθμού  ομοίωνυποθέσεων ή όταν ο δικηγόρος του Δημοσίου δεν χειρίστηκε την υπόθεση  με την προσήκουqα επιμέλεια, είτε να αυξηθούν μέχρι το τετραπλάσιο του ελάχιστου αυτού ορίου, όταν επιδείχθηκε από τον δικηγόρο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια».

Αξιοσημείωτη απόκλιση έναντι της γενικής ρύθμισης της απασχόλησης δικηγόρου επί παγία αντιμισθία αποτελεί εν προκειμένω η ρύθμιση του άρθρου 24 § 2 Ν. 3086/2002 σύμφωνα με την οποία ο ορισμός των δικηγόρων του Δημοσίου γίνεται για διετία κατ’ απόκλιση από τον κανόνα της απαγόρευσης της παροχής υπηρεσιών με συμβάσεις αορίστου χρόνου.

 

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι επιτρέπεται, στα Ν.Π.Δ.Δ. όπως είναι και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), για την προάσπιση εκτός των άλλων των συμφερόντων τους, να προσλαμβάνουν δικηγόρους για την παροχή καθαρώς νομικών υπηρεσιών με σύμβαση έμμισθης εντολής ,οι οποίοι θα αμείβονται με πάγια ετήσια ή μηναία αντιμισθία [ΑΠ 1613/1988 ΑρχΝ 1990.227, ΑΠ 992/1982 ΝοΒ 1983. 1008].

Η νομική θέση των απασχολούμενων επί παγία αντιμισθία δικηγόρων δεν διαφοροποιείται ενόψει της ιδιότητος του εντολέα τους, παρά μόνον στο βαθμό που ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις εισάγουν αποκλίσεις. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της καταβαλλόμενης αμοιβής εξάλλου οι κείμενες διατάξεις παραπέμπουν στις οικείες περι αμοιβών ρυθμίσεις του  ΚΔικ/2011, ομοίως χωρίς διαφοροποίηση.

Η ίδια ερμηνευτική λύση πρέπει να γίνει δεκτή και αναφορικά με τους δικηγόρους  που παρέχουν τις υπηρεσίες τους προς ν.π.δ.δ. σε κατ’ αποκοπή βάση, δεδομένου ότι στην τελευταία περίπτωση οι κείμενες διατάξεις είτε δεν εισάγουν ειδική πρόβλεψη, είτε αναφέρονται ρητά στις περί αμοιβών διατάξεις του  ΚΔικ (π.χ. 24 § 5 Ν. 3086/2002, 281 3463/2006) [βλ. π.χ. ενδεικτ. ΓνωμΝΣΚ 83/2006 Συνήγορος 2006.28, ως προς τους δικηγόρους των Νομαριακών αυτοδιοικήσεων, ΕλΣ 22/2003 Συνήγορος 2004.113, ως προς στην ανάθεση κατ’ αποκοπήν υποθέσεων από το ΙΚΑ].

Mutatis mutandis, ενόψει και της αντιδιαστολής στο άρθρο 96 § 3 στ. γ’ και δ’  ΚΔικ/2011, μεταξύ  των δικηγόρων που εκπροσωπούν το Ελληνικό Δημόσιο εν γένει και αφετέρου τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους επί παγία αντιμισθία, συνάγεται αβίαστα το πόρισμα, συνεκτιμώμενης και της απουσίας διακρίσεων με βάση την ιδιότητα του εντολέως των απασχολούμενων επί παγία αντιμισθία δικηγόρων ως νπδδ ή νπιδ, ότι ουδεμία διαφοροποίηση δικαιολογείται ως προς την υποχρέωση προκαταβολής εκ μέρους του εντολέως του δικηγόρου των εισφορών του άρθρου 96 § 1  ΚΔικ/2011, έστω και αν αυτός αποτελεί ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ.

Η εν λόγω διαπίστωση δεν ανατρέπεται ούτε από τη ρύθμιση του άρθρου 28 § 4 Ν. 2579/1998 υπό την οποία προβλέπεται ότι «Οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου – 10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” και 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α` 230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών».

Όπως ορθά έχει επισημανθεί κατά τη νομολογιακή εφαρμογή της εν λόγω διάταξης [ΕλΣ 13/2004 ΤΝΠ Ισοκράτης] τα διάδικα αυτά νομικά πρόσωπα, που αμείβουν τους απασχολούμενους σ’ αυτά δικηγόρους με το καθεστώς της πάγιας αντιμισθίας κατά ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη ενώ απαλλάσσονται από την υποχρέωση προκαταβολής της δικηγορικής αμοιβής ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού, υποχρεούνται εν τούτοις να προκαταβάλλουν στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο το προβλεπόμενο από το άρθρο 96 § 7  ΚΔΙΚ (ήδη 96 § 1  ΚΔικ/2011) ποσοστό, το οποίο οι δικηγόροι δικαιούνται να λάβουν από τον εντολέα τους νομικό πρόσωπο εκτός από τις δαπάνες (δικαστικές ή εξώδικες), στις οποίες υποβλήθηκαν κατά την εκπροσώπηση αυτών ενώπιον των δικαστηρίων και το προαναφερόμενο παρακρατούμενο ποσοστό 10% από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο επί της δικηγορικής αμοιβής, διότι αυτό εμπίπτει στην έννοια των δαπανών του άρθρου 91 § 1  ΚΔικ/2011 που υποβάλλεται ο δικηγόρος. Η καταβολή του προβλεπόμενου από το άρθρο 96 § 1  ΚΔικ/2011 καίτοι στο νόμο αναφερόταν μέχρι την τροποποίηση του άρθρου 96  ΚΔικ με το άρθρο 5 Ν. 3919/2011 ως «αμοιβή» (προείσπραξη αμοιβής),  κατά κυριολεξία δεν αποτελεί αμοιβή αλλά δαπάνη δικαστηριακή και δη ειδική προεισπραττόμενη δαπάνη επί της αμοιβής που θεσπίστηκε στις δίκες για την ενίσχυση των δικαιούχων ασφαλιστικών ταμείων ενώ τα γραμμάτια προείσπραξης της ειδικής δαπάνης αυτής επί της αμοιβής δεν περιλαμβάνονται κατά τη βούληση του νομοθέτη στην έννοια των παραβόλων, τελών, ενσήμων και εισφορών της διάταξης του άρθρου 28 § 4 του ν. 2579/1998 και συνεπώς βαρύνει η προείσπραξη αυτή τον εντολέα νομικό πρόσωπο και αποδίδεται στον δικηγόρο αφού, εμπίπτει στην έννοια της αποδοτέας σ’ αυτόν (δικηγόρο) κατ’ άρθρο 91 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων, δικαστηριακής δαπάνης. Αλλωστε αντίθετη εκδοχή μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των ελαχίστων (κατωτάτων) ορίων αμοιβών που υποχρεωτικά δικαιούται ο δικηγόρος [ΕλΣ 13/2004 ό.π.].

Κατά μείζονα λόγο, τα ερμηνευτικά πορίσματα αυτά ενισχύονται υπό την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 96  ΚΔικ/2011 υπό το οποίο όχι μόνον έχει αναιρεθεί ακόμη και ο κατ’ επίφασιν χαρακτηρισμός των προκαταβαλλόμενων ποσών ως «προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής», αλλά αντίθετα αποσαφηνίζεται πλήρως ότι πρόκειται περί προκαταβαλλόμενου εξόδου, στην καταβολή του οποίου υπόχρεος είναι μεν κατά κανόνα ο δικηγόρος (με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 96 § 3  ΚΔικ/2011) κατ’ εξαίρεση δε ο εντολέας αυτού (άρθρο 96 § 3 στ. δ’  ΚΔικ/2011), πάντως δε σε κάθε περίπτωση επέχει θέση η εν λόγω καταβολή «δαπάνης» τόσο με την κυριολεκτική, όσο και με την φορολογική έννοια του όρου [βλ. συναφώς και Πολ 1026/26.1.2012, ΝΟΜΟΣ], ώστε να μην μπορεί να αποκρουσθεί η απαίτηση του δικηγόρου προς απόδοση της, ούτε δυνάμει του άρθρου 91  ΚΔικ, ούτε όμως και με επίκληση του άρθρου 28 § 4 Ν. 2579/1998.

Προς στην ίδια κατεύθυνση τέλος συνηγορεί και η ρητή αναφορά από τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην αναγκαιότητα προσκομιδής του γραμματίου προείσπραξης του άρθρου 96  ΚΔικ, από το δικηγόρο που παρείχε τις υπηρεσίες του προς νπδδ, ως προϋπόθεσης προκειμένου να εκταμιευθεί η σχετική δαπάνη [ΕλΣ 152/2010, ΝΟΜΟΣ].

 

 

4       Συμπεράσματα

 

Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, η γνώμη μου είναι ότι με εξαίρεση τους δικηγόρους που εκπροσωπούν δικαστικώς το Ελληνικό Δημόσιο (εν στενή εννοία), το οποίο απαλλάσσεται ρητώς κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96 § 3 στ. γ’  ΚΔικ, στις λοιπές περιπτώσεις ν.π.δ.δ. είτε τα τελευταία εκπροσωπούνται δικαστικώς με δικηγόρο απασχολούμενο επί παγία αντιμισθία, είτε με δικηγόρο αμοιβόμενο κατ’ αποκοπήν, διατηρείται ακέραιη και υπό το ισχύον δίκαιο, η υποχρέωση προκαταβολής των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 96 § 1  ΚΔικ/2011. Προκειμένου για δικηγόρους απασχολούμενους επί παγία αντιμισθία υπόχρεος προς καταβολή είναι ο εντολέας του δικηγόρου, διατηρούμενης της εις ολόκληρον ευθύνης όμως και του τελευταίου. Προκειμένου για δικηγόρους αμοιβόμενους κατ’ αποκοπήν υπόχρεος προς καταβολή των προβλεπόμενων από το νόμο ποσών είναι ο δικηγόρος αποκλειστικά, ενσωματούμενων όμως των σχετικών ποσών στην ακαθάριστη αμοιβή του και εκπιπτόμενων ακολούθως φορολογικώς ως νομίμως εκπεστέας επαγγελματικής δαπάνης.

 

Θεσσαλονίκη, 8.7.2012

Ο γνωμοδοτών

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Μέγεθος Γραμματοσειράς