ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΒΑΛΕΡΓΑΚΗ ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΒΑΛΕΡΓΑΚΗ ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Νικολάου Βαλεργάκη
Δικηγόρου
Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης
Με θέμα τη «ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ»
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΧΑΝΙΑ
-Σεπτέμβριος 2012-
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Το νέο δικαστικό έτος που ξεκινά μεθαύριο, βρίσκει τον κλάδο των δικηγόρων, όπως και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, μπροστά σε δυσκολίες και αντιξοότητες που είναι πρωτόγνωρες για το επάγγελμά μας και δυσβάσταχτες για τους περισσότερους. Οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις προτάσσουν την ενεργοποίηση και το συντονισμό όλων των δυνάμεών μας, για τη διερεύνηση νέων διεξόδων από την κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πολιτεία έχει εντάξει στην πρώτη γραμμή του σχεδιασμού της, το θεσμό της διαμεσολάβησης, αντιλαμβανόμενη τις επιταγές της εποχής και αναγνωρίζοντας τη νέα προοπτική που διανοίγεται για τη Δικαιοσύνη γενικότερα, για το δικηγορικό επάγγελμα ειδικότερα.
Πρόκειται για έναν θεσμό, εξαιρετικά επιτυχημένο στο εξωτερικό, ο οποίος δεν θεωρείται ως εναλλακτικό μέσο έναντι των δικαστικών διαδικασιών, αλλά μία από τις περισσότερες μεθόδους επίλυσης διαφορών, που οφείλει μια σύγχρονη έννομη τάξη να προσφέρει στους πολίτες της. Ως διαμεσολάβηση, λοιπόν, νοείται η διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς, με τη συμβολή ενός τρίτου ουδέτερου και ειδικά εκπαιδευμένου προσώπου, του Διαμεσολαβητή, επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε μια αμοιβαία επωφελή και αποδεκτή λύση.
Με τη ψήφιση του νόμου 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», εισήλθε τυπικά ο θεσμός της διαμεσολάβησης στην ελληνική έννομη τάξη το Δεκέμβριο του 2010, ενσωματώνοντας στο Ελληνικό Δίκαιο την οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».
Παρά, όμως, το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ο θεσμός της Διαμεσολάβησης δεν έχει εισέλθει ουσιαστικά στην ελληνική έννομη τάξη. Πότε, όμως, αναμένεται να συμβεί αυτό; Αρκετοί, στο ερώτημα αυτό, θα απαντήσουν ότι δεν θα συμβεί σύντομα γιατί ο Έλληνας είναι δικομανής και η φιλική, ειρηνική, εκτός δίκης, επίλυση της διαφοράς δεν ταιριάζει στη νοοτροπία του. Άλλοι, θα θεωρήσουν ότι πολέμιοι του νέου θεσμού θα είναι οι Έλληνες δικηγόροι, οι οποίοι θα φοβηθούν το ενδεχόμενο μιας μείωσης του εισοδήματος τους, και κάποιοι άλλοι, ότι οι πρώτοι υπονομευτές θα είναι οι δικαστές, με το επιχείρημα ότι δήθεν «ιδιωτικοποιείται» η απονομή της δικαιοσύνης.
Αξίζει τελικά να δώσουμε την ευκαιρία στο θεσμό της Διαμεσολάβησης να λειτουργήσει αποτελεσματικά; Θα επιτρέψει ο νέος θεσμός, να μειωθεί αισθητά το ένα εκατομμύριο δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται ετησίως, ώστε οι δικαστές μας να ασχοληθούν απερίσπαστοι με τις υποθέσεις εκείνες για τις οποίες πράγματι απαιτείται δικανική κρίση; Θα υπάρξει καινούργια δικηγορική ύλη;
Ένα είναι βέβαιο: H Διαμεσολάβηση θα αποτελέσει αντικείμενο αυξανόμενου ενδιαφέροντος και ενασχόλησης τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο μεταξύ των νομικών, δικηγόρων και δικαστών, αλλά και του κοινού ευρύτερα.
Θα είναι ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα του δικηγόρου, που μάχεται για το συμφέρον του εντολέα του. Η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν αποκλείει την προγενέστερη ή τη μετέπειτα προσφυγή στη Δικαιοσύνη και προσφέρει μία ακόμη δυνατότητα για τη διευθέτηση της διαφοράς. Εξάλλου, ας μη λησμονούμε ότι όλες οι διαφορές δεν είναι δεκτικές διαμεσολάβησης. Στη διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν διαφορές ιδιωτικού δικαίου με συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Ενδεικτικά διαφορές που μπορούν να υπαχθούν στη διαμεσολάβηση είναι αστικές, εμπορικές, οικογενειακές, κληρονομικές, εργατικές διαφορές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, διενέξεις επί δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κλπ. Επίσης, τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις, όπου κυριαρχεί το συναίσθημα εις βάρος της λογικής ή σε περιπτώσεις μικρού οικονομικού ενδιαφέροντος.
Όμως, για ποιο λόγο ένας δικηγόρος να προτείνει την εναλλακτική της διαμεσολάβησης στον εντολέα του; Ποια τα οφέλη της διαδικασίας;
Συνοπτικά, τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, είναι τα εξής:
1.Προσφέρει εύκολη πρόσβαση στον πολίτη και του παρέχει εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος.
2. Είναι διαδικασία ευέλικτη και γρήγορη, χωρίς την τυπολατρία του υφιστάμενου δικαιικού μας συστήματος.
3. Εξασφαλίζεται απόλυτα η εμπιστευτικότητα της όλης διαδικασίας.
4. Προσφέρει βιώσιμες λύσεις, που διαμορφώνουν τα ίδια τα αντιμαχόμενα μέρη.
5. Αποφεύγεται η ψυχοφθόρα αντιδικία.
6. Δεν θίγονται τα δικαιώματα των μερών, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος προσφυγής στη Δικαιοσύνη, εφόσον η διαμεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία.
7. Θα συμβάλλει στην αποσυμφόρηση των υπερφορτωμένων με υποθέσεις δικαστηρίων.
8. Είναι σε θέση να προσδώσει στο επάγγελμα του δικηγόρου προστιθέμενη αξία, επαναφέροντας μέρος του (εν πολλοίς) χαμένου του κύρους.
9. Εγγυάται την καταβολή της αμοιβής των δικηγόρων, τόσο του δικηγόρου- διαμεσολαβητή, όσο και των πληρεξουσίων δικηγόρων μερών, η παρουσία των οποίων στη διαδικασία είναι υποχρεωτική.
Ι. Διαδικασία διαμεσολάβησης (άρθρο 8 Ν. 3898/2010) & απόρρητο αυτής (άρθρο 10 Ν. 3898/2010).
Αν και η διαδικασία της διαμεσολάβησης στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε τυπικότητας και ρύθμισης με δικονομικούς κανόνες, ο Ν. 3898/2010 εμπεριέχει συγκεκριμένες διατάξεις που καθορίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Το πνεύμα, όμως, του άρθρου 8 του ν. 3898/2010 που αναφέρεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, δεν αναιρεί τον ελαστικό και ευέλικτο χαρακτήρα της διαδικασίας, καθώς αυτή ( σ.σ. η διαδικασία) καθορίζεται από το διαμεσολαβητή σε συνεννόηση με τα μέρη, τα οποία μπορούν να αποχωρήσουν οποτεδήποτε. Η διαμεσολάβηση ξεκινά με μια κοινή συνάντηση στην οποία τα μέρη, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για τη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη διαφορά. Η κοινή συνάντηση ακολουθείται από χωριστές συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και κάθε μέρους, γεγονός που επιτρέπει σε κάθε πλευρά να εξηγήσει εμπιστευτικά τη θέση και τους στόχους της για τη διαμεσολάβηση. Στις συναντήσεις εμφανίζονται τα μέρη ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους -όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα- μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους. Οι χωριστές συναντήσεις διεξάγονται σε αυστηρά εμπιστευτική βάση. Τα έγγραφα και οι πληροφορίες που δίδονται στο διαμεσολαβητή αφορούν μόνο τον ίδιο και δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του.
Το άρθρο 8 του ν. 3898/2010 συμπληρώνεται και από την διάταξη του άρθρου 10 του ιδίου νόμου, όπου ορίζεται ότι η διαμεσολάβηση πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μη παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Το απόρρητο της διαδικασίας «κινείται» σε τρία επίπεδα και περιλαμβάνει: α) όλα όσα διαμείβονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, β) πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις αυτού με τα μέρη και γ) το περιεχόμενο της συμφωνίας, στην οποία ενδέχεται να καταλήξουν τα μέρη, εκτός εάν η κοινολόγηση είναι απαραίτητη για την εκτέλεση της συμφωνίας, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 του νόμου.
Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, ήτοι ο διαμεσολαβητής, τα μέρη, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, αλλά και όσοι άλλοι μετέχουν στη διαδικασία, δεσμεύονται να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Όλοι οι ανωτέρω, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία στο Δικαστήριο, ούτε υποχρεούνται να προσκομίσουν σε επακολουθούσες δίκες στοιχεία που προκύπτουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, παρά μόνο εφόσον τούτο επιβάλλεται από κανόνες δημόσιας τάξης.
ΙΙ. Ο ρόλος και η ιδιότητα του διαμεσολαβητή.
Στη διαδικασία αυτή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καταλυτικό ρόλο έχει ο Διαμεσολαβητής.
Ο Διαμεσολαβητής» επιδιώκει, αφενός να διατηρήσει τους διαύλους επικοινωνίας των μερών ανοικτούς, και αφετέρου, να διευθύνει τα στάδια της διαδικασίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η διαπραγμάτευση να εξελιχθεί θετικά και, ιδεωδώς, να καταλήξει σε μία συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς. Ο Διαμεσολαβητής διασφαλίζει την τήρηση των αρχών της διαμεσολαβητικής διαδικασίας, που είναι –μεταξύ άλλων- η ελεύθερη συμμετοχή των μερών, η διαχείριση των συναισθημάτων τους, η αυστηρή τήρηση της εμπιστευτικότητας, η ελαστικότητα της μορφής της διαδικασίας, η ισότητα στην αντιμετώπιση των μερών, η αποτελεσματική επικοινωνία, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας όσων διαμείβονται (μέχρι την υπογραφή του συμφωνητικού επίλυσης) και η –καινοτόμος σε σχέση με τη δικαστική και διαιτητική επίλυση διαφορών- μη έκδοση απόφασης από το Διαμεσολαβητή. Ο Διαμεσολαβητής είναι αμερόληπτος, ανεξάρτητος και δεν έχει καμία εξουσία να αποφασίζει το δίκαιο και το σωστό, καθώς δεν είναι ούτε δικαστής, ούτε διαιτητής.
Έργο του είναι να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ώστε αυτά να καταλήξουν σε μία λύση. Κατά κανόνα, ο διαμεσολαβητής εκφράζει την άποψή του μόνο όταν του ζητηθεί από όλα τα μέρη.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι οι ικανότητες που πρέπει να αναπτύξει ο αποτελεσματικός Διαμεσολαβητής εκτείνονται πέρα από τη Νομική επιστήμη, στην Ψυχολογία και στις Διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για την ικανότητα της «ενσυναίσθησης», δηλαδή της ψυχικής κατανόησης του άλλου, την εχεμύθεια, την ενεργητική ακρόαση και την αποτελεσματική χρήση της σιωπής, την υποβολή ανοικτών ερωτήσεων, την απορρόφηση των αρνητικών συναισθημάτων των μερών, την ανάλυση των συμφερόντων τους και τον εντοπισμό των πιθανών σημείων ταύτισής τους.
Ο διαμεσολαβητής μπορεί να είναι, προκειμένου περί εσωτερικών διαμεσολαβήσεων, μόνο διαπιστευμένος δικηγόρος. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3898/2010, ο δικηγόρος ενώνει στο πρόσωπό του πολλές ιδιότητες που απαντώνται στο ιδεατό πρότυπο του διαμεσολαβητή. Έχει υψηλό επίπεδο νομικών γνώσεων, υπάγεται ήδη σε έναν αυστηρό κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, δεν αποτελεί κύριο όργανο απονομής δικαιοσύνης και δεν έχει λόγο να μην εμφορείται από πνεύμα συμφιλίωσης. Παράλληλη, διαθέτει εμπειρία συγκρουσιακών καταστάσεων μέσα από την καθημερινή του τριβή στα ακροατήρια των δικαστηρίων».
Αν η διαφορά είναι διασυνοριακή, τα μέρη μπορούν να ορίσουν διαπιστευμένο διαμεσολαβητή που δεν έχει τη δικηγορική ιδιότητα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η Οδηγία 2008/52/ΕΚ δεν περιορίζει την επαγγελματική ιδιότητα του διαμεσολαβητή στους πιστοποιημένους δικηγόρους, όπως το άρθρο 4 του νόμου 3898/2010, το οποίο διαχωρίζει τις εθνικές από τις διασυνοριακές διαφορές. Στις διασυνοριακές διαφορές ο Ν. 3898/2010 ακολουθεί την Οδηγία, ενώ στις εθνικές διαφορές περιορίζει την ιδιότητα του διαμεσολαβητή. Η πολύχρονη, όμως, εμπειρία στο εξωτερικό έχει δείξει, ότι οι πετυχημένοι διαμεσολαβητές είναι στην πλειοψηφία δικηγόροι.
ΙΙΙ. Κατάρτιση Διαμεσολαβητών & Δικηγόρων.
Με το άρθρο 5 του Ν. 3898/2010 ορίζονται ως φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, που συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον Δικηγορικός Σύλλογος και ένα τουλάχιστον από τα Επιμελητήρια της Χώρας. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, τα ανωτέρω συμπράττοντα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επελέγησαν λόγω της επιστημονικής και επαγγελματικής ιδιότητας των μελών τους, που θα αποτελέσουν την δεξαμενή, από την οποία θα προέλθουν οι διαμεσολαβητές.
Οι φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών θα αναλάβουν την εκπαίδευση τόσο προσώπων που έχουν την δικηγορική ιδιότητα, όσο και προσώπων που έχουν άλλη επαγγελματική ιδιότητα, τα οποία θα προσφέρουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης μόνο στις διασυνοριακές διαφορές.
Είναι πραγματικά πολύ σημαντικό η κατάρτιση των διαμεσολαβητών να γίνεται από φορείς αξιόπιστους επιστημονικά και επαγγελματικά, παρότι στο εξωτερικό οι φορείς κατάρτισης είναι συνήθως ιδιωτικοί. Η εκπαίδευση των διαμεσολαβητών θα πρέπει να είναι η προσήκουσα και σύμφωνη με τα διεθνή πρότυπα, ώστε να έχουμε πραγματικά αξιόλογους διαμεσολαβητές που θα υπηρετήσουν επάξια τον θεσμό.
Εξίσου σημαντική με την κατάρτιση των διαμεσολαβητών, είναι και η κατάρτιση των δικηγόρων που υποχρεωτικά θα συμπαρίστανται μαζί με τους πελάτες τους στη Διαδικασία της Διαμεσολάβησης. Ο ρόλος του δικηγόρου ως παραστάτη του πελάτη του κατά τη διαμεσολάβηση είναι πολύ σημαντικός για την επιτυχή έκβαση αυτής. Ειδικότερα, ο δικηγόρος που θα παρασταθεί, θα πρέπει καταρχάς να πιστεύει ότι ο τρόπος επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση είναι ο καλύτερος για τον πελάτη του τη δεδομένη χρονική στιγμή, και δεύτερον να προσπαθήσει να συμβάλλει επιτυχώς στη διαδικασία. Προκειμένου να το επιτύχει αυτό, θα πρέπει να διαθέτει ικανότητες και τεχνικές, οι οποίες, πολλές φορές, είναι διαφορετικές από αυτές που χρησιμοποιεί στα δικαστήρια. Ορισμένες από αυτές ενυπάρχουν στην καθημερινή άσκηση της Δικηγορίας και καλλιεργούνται με αυτή, ενώ άλλες είναι εντελώς αντίθετες. Είναι γεγονός ότι η Δικηγορία ενισχύει την κατανόηση πολύπλοκων καταστάσεων και την υιοθέτηση κριτικής άποψης, που είναι χρήσιμες για τη Διαμεσολάβηση. Παράλληλα, όμως, διευκολύνει την ανθρώπινη ροπή για την άσκηση επιρροής και πειθούς έναντι των άλλων, η οποία μπορεί να είναι χρήσιμη ενώπιον ενός δικαστηρίου, θα καταδίκαζε, όμως, μια διαμεσολάβηση σε βέβαιη αποτυχία.
IV. Δημιουργία φορέα κατάρτισης από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, με στόχο να ανταποκριθεί στις ανάγκες ποιοτικής εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών, θα είναι έτοιμος μέσα στους επόμενους μήνες να ξεκινήσει τη λειτουργία του φορέα πιστοποίησης διαμεσολαβητών βάσει του Προεδρικού Διατάγματος 123/2011 «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων αδειοδότησης και λειτουργίας των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος θα υποδεχτεί τους πρώτους δικηγόρους, που θα ενδιαφερθούν να επιμορφωθούν και να πιστοποιηθούν ως διαμεσολαβητές γύρω από το συγκεκριμένο θεσμό. Επιπροσθέτως, ο φορέας αυτός θα είναι σε θέση να παρέχει εκπαίδευση υψηλού επιπέδου σε δικηγόρους, οι οποίοι θα παρίστανται στη Διαμεσολάβηση ως πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών. Ο συγκεκριμένος φορέας έχει συγκροτηθεί σε συνεργασία του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.
V. Πολιτική Δικονομία και Διαμεσολάβηση
Πρέπει όμως να αναφερθώ και σε δύο σημαντικά δικονομικά ζητήματα. Την αναστολή της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης και την εκτελεστότητα της συμφωνίας.
α) Αναστολή της προθεσμίας παραγραφής
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 του N. 3898/2010, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 N. 3898/2010 διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως των αξιώσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 261 επ. ΑΚ, η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία που διακόπηκαν αρχίζουν και πάλι από τη σύνταξη πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης ή από την επίδοση δήλωσης αποχώρησης από τη διαμεσολάβηση από κάθε ένα από τα μέρη στο άλλο μέρος και τον διαμεσολαβητή ή της με οποιονδήποτε τρόπο κατάργησης της διαμεσολάβησης.
Το μέτρο αυτό ευνοεί ιδιαίτερα τη διαμεσολάβηση, διότι όσοι προσφεύγουν σε αυτή θα ξέρουν ότι κατά τη διάρκειά της δεν θα παραγράφεται η δικαστική αξίωση των δικαιωμάτων τους.
β) Εκτελεστότητα των συμφωνιών.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ν. 3898/2010, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης που πρέπει να περιέχει: α) το όνομα και το επώνυμο του διαμεσολαβητή, β) τον τόπο και το χρόνο της διαμεσολάβησης, γ) τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, δ) τη συμφωνία για τη διαμεσολάβηση, με βάση την οποία διεξήχθη η διαμεσολάβηση, ε) τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της διαμεσολάβησης, καθώς και την αιτία της διαφοράς.
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Το πρωτότυπο αυτού κατατίθεται, εφόσον τουλάχιστον ένα εκ των μερών το ζητήσει, με επιμέλεια του διαμεσολαβητή στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας, όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση. Κατά την κατάθεση, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από τον διαμεσολαβητή.
Από την κατάθεση στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεσθεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με το άρθρο 904 παράγραφος 2 εδάφιο γ΄ ΚΠολΔ.
Εφόσον, λοιπόν, τα μέρη το επιθυμούν, υπάρχει η δυνατότητα για τη θεώρηση του πρακτικού διαμεσολάβησης, που περιέχει συμφωνία των μερών για την ύπαρξη αξίωσης, και το οποίο μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, ως πρακτικό συμβιβασμού κατά την έννοια του άρθρου 904 παρ.2 περ. δ΄ Κ.Πολ.Δ.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Με την εισήγησή μου προσπάθησα να σκιαγραφήσω συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο ο Έλληνας νομοθέτης ανταποκρίθηκε στην προτροπή του κοινοτικού νομοθέτη για την υιοθέτηση εθνικών μέτρων διασφάλισης της ποιότητας της διαμεσολάβησης. Παρά το νομοθετικό πλαίσιο, ο θεσμός της διαμεσολάβησης δεν έχει εισέλθει μέχρι και σήμερα ουσιαστικά στην ελληνική έννομη τάξη, καθώς ακόμη δεν έχουν διαπιστευθεί από την Πολιτεία οι πρώτοι πιστοποιημένοι από φορείς του εξωτερικού διαμεσολαβητές. Βέβαια, πολλοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι η διαμεσολάβηση δεν θα ενταχθεί εύκολα στην ελληνική κοινωνία.
Ένα, όμως, είναι σίγουρο: Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, να «αγκαλιάσει» πρώτα ο νομικός κόσμος το θεσμό της διαμεσολάβησης. Στην αφετηρία αυτής της νέας προοπτικής, θα πρέπει να πιστέψουμε εμείς οι ίδιοι οι δικηγόροι στο θεσμό της διαμεσολάβησης και στη συνέχεια να πείσουμε τους εντολείς μας.
Προ των πυλών, λοιπόν, της εφαρμογής του θεσμού της Διαμεσολάβησης, αισιοδοξούμε για τη συνδρομή του στην αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων, ελπίζουμε στη θετική ανταπόκριση των δικηγόρων, πιστεύουμε στη δημιουργία επιπλέον δικηγορικής ύλης, αναμένουμε τη σταδιακή ανακούφιση της κοινωνίας από την αρνησιδικία. Η διεθνώς επιτυχημένη πορεία του θεσμού της διαμεσολάβησης δεν μας επιτρέπει εκπτώσεις ή δικαιολογίες για τυχόν αποτυχία του.
Ας μη λησμονούμε ότι ο δικηγόρος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαμεσολαβητικής διαδικασίας. Ο Δικηγόρος είναι αυτός που θα προτείνει στον πελάτη του την εναλλακτική λύση της διαμεσολάβησης. Αυτός θα προτείνει και θα επιλέξει το Διαμεσολαβητή. Αυτός θα εκπροσωπήσει τον πελάτη του. Άρα, η Διαμεσολάβηση δεν οδηγεί στη μείωση της δικηγορικής ύλης, όπως έχει ακουσθεί, αλλά αντιθέτως, δημιουργεί νέα δικηγορική ύλη και φυσικά και νέες πηγές εισοδήματος.
Πρέπει, λοιπόν, να δούμε το θεσμό αυτό ως μια λύση που θα επιφέρει την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης με ταυτόχρονη εξασφάλιση της αμοιβής του δικηγόρου. Η διαμεσολάβηση βέβαια δεν θα γίνεται «δωρεάν». Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους δικηγόρους, όσο και από τους πολίτες, ώστε να προχωρήσει ο θεσμός χωρίς εσωτερικές υπονομεύσεις. Τόσο ο διαμεσολαβητής-δικηγόρος, όσο και ο δικηγόρος- παραστάτης των μερών κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης αμείβονται. Μάλιστα, σε περίπτωση επιτυχίας της διαμεσολάβησης εξασφαλίζεται ως κίνητρο στους πληρεξουσίους δικηγόρους, τόσο η αμοιβή που θα έπαιρναν και στους δύο δικαιοδοτικούς βαθμούς, εάν για την ίδια υπόθεση προσέφευγαν στα δικαστήρια καθώς και αμοιβή εργολαβική.
Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω κάτι πολύ σημαντικό. Διαβλέπουμε τον τελευταίο καιρό προσπάθειες στα πλαίσια του Μνημονίου και της «δήθεν» απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος, προσπάθειες για την αλλαγή του νόμου ώστε να αρθεί η αποκλειστική ιδιότητα του δικηγόρου-Διαμεσολαβητή που πετύχαμε στο Νόμο 3898/2010.
Παρά το γεγονός ότι αυτό δεν θα πρέπει να μας φοβίζει ενώ απεναντίας, μας δίδεται μία πολύ μεγάλη, μία πολύ σημαντική ευκαιρία να αποκτήσουμε προβάδισμα έναντι των λοιπών επαγγελματικών κλάδων, πρέπει να τονίσω τα εξής:
Το άρθρο 1 παρ. 2 της οδηγίας 2008/52 ορίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις διασυνοριακές διαφορές. Επομένως, ως προς τις εσωτερικές διαφορές, κάθε κράτος μπορεί να ρυθμίζει τη διαμεσολάβηση σύμφωνα με τα δεδομένα του κράτους και τις αρχές που ισχύουν στο ενωσιακό δίκαιο.
Επίσης, ως προς τις ισχύουσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρχές, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ το ενωσιακό δίκαιο δεν εφαρμόζεται στις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.
Ορθώς, επομένως, κατά τη γνώμη μου, ο ελληνικός Ν. 3898/2010, που έλαβε υπόψη του την ελληνική πραγματικότητα, ορίζει ως προς την εσωτερική διαμεσολάβηση ότι ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι δικηγόρος, ενώ ως προς τις διασυνοριακές διαφορές ο διαμεσολαβητής μπορεί να μην έχει τη δικηγορική ιδιότητα.
Εκτός του ότι τα ανωτέρω είναι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, η ελληνική ρύθμιση ως προς την εσωτερική διαμεσολάβηση είναι και αναγκαία και απεικονίζει την ελληνική πραγματικότητα, για τους εξής λόγους:
Ήδη στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, άρθρο 1 παρ. 2, αλλά και στο Ν. 3898/2010 (άρθρο 2) αναφέρεται ότι η διαμεσολάβηση σε εμπορικές και αστικές διαφορές δεν εφαρμόζεται για δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα οποία τα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς βάσει του εφαρμοστέου δικαίου.
Ποια είναι αυτά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις; Ποιο είναι εκάστοτε το εφαρμοστέο δίκαιο; Ποιες, όπως αναφέρει η οδηγία, είναι οι πράξεις ή οι παραλείψεις του κράτους που ενεργεί jure imperii, όπως ορίζει η οδηγία;
Διερωτώμαι αν ένας που δεν είναι δικηγόρος έχει την ευχέρεια να κρίνει ζητήματα όπως τα ανωτέρω.
΄Αλλο ζήτημα: Στο άρθρο 7 παρ. Ι στοιχείο α) της οδηγίας ορίζει ότι δεν επιτρέπεται να παραβιάζεται το απόρρητο της διαμεσολάβησης, εκτός αν τούτο είναι αναγκαίο «για επιτακτικούς λόγους δημοσίας τάξεως του ενδιαφερομένου κράτους μέλους».
Διερωτώμαι αν είναι εύκολο για μη δικηγόρο να προσδιορίζει αυτός τους «επιτακτικούς λόγους δημοσίας τάξεως».
Όλα τα παραπάνω μας εξηγούν γιατί ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι δικηγόρος.
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Θέλω να κλείσω την εισήγησή μου με μια νότα αισιοδοξίας. Αντί να παραγκωνίζουμε και να απαξιώνουμε τη διαμεσολάβηση, θα πρέπει να πιστέψουμε στο θεσμό αυτό, να εκπαιδευτούμε, να λάβουμε όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια, έτσι ώστε να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Να είμαστε στο επίκεντρο των εξελίξεων. Μόνο έτσι θα έχουμε στα χέρια μας και τη πίτα και το μαχαίρι.
Ας μη χάσουμε, λοιπόν, αυτή τη σημαντική ευκαιρία να είμαστε εμείς οι δικηγόροι οι πρωταγωνιστές του θεσμού της Διαμεσολάβησης.
Νικόλαος Εμμ. Βαλεργάκης
Δικηγόρος
Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης